Περισσότερες από 40 χώρες όπου κατοικεί άνω του ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού και συνενώνεται το 42% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Περισσότεροι από 2,3 δισεκατομμύρια ψηφοφόροι σε κάθε ήπειρο. Το 2024 είναι εκλογικό έτος-σταθμός και έρχεται τόσο να αποτυπώσει πού βρίσκεται ο κόσμος σήμερα, όσο και να διαμορφώσει την παγκόσμια τάξη για τα χρόνια, ίσως και τις δεκαετίες, που έρχονται.
Γεωπολιτικές ισορροπίες, Δημοκρατία και οικονομία κρίνονται στις κάλπες που θα στηθούν από τις Ηνωμένες Πολιτείες έως την Ινδία, το Ηνωμένο Βασίλειο έως τη Νότια Αφρική, την Ταϊβάν και την Ινδονησία, την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και τη Ρωσία, θέτοντας το 2024 σε τροχιά να καταστεί η μεγαλύτερη και σημαντικότερη εκλογική χρονιά στα χρονικά.
Πολιτικοί επιστήμονες και αναλυτές, δεξαμενές σκέψεις, οίκοι εκτίμησης πολιτικού κινδύνου και μέσα ενημέρωσης διεθνώς «δίνουν» στις κάλπες του 2024 τη δυναμική -συνδυαστικά και μεμονωμένα- να ορίσουν και να καθορίσουν τις παγκόσμιες αλληλεπιδράσεις το δεύτερο μισό της δεκαετίας και ακόμη πια μακριά. Κάποιες εκλογές θα είναι δίκαιες και ελεύθερες, κάποιες λιγότερο και κάποιες καθόλου.
Η κρισιμότερη αναμέτρηση όλων είναι αναμφισβήτητα οι προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν και θα σημάνει η ώρα της αλήθειας για το αμερικανικό πολίτευμα, τη θέση της Αμερικής στον κόσμο, αλλά και τις θέσεις της Αμερικής για τον κόσμο, εάν και εφόσον ο Ντόναλντ Τραμπ εξασφαλίσει το ρεπουμπλικανικό χρίσμα και διεκδικήσει την προεδρία απέναντι στον Τζο Μπάιντεν. Μία εκλογή σε συνθήκες πρωτοφανούς πόλωσης και με την εμπιστοσύνη στους θεσμούς σε ιστορικό χαμηλό χάρη στον Τραμπ και το δηλητήριο με το οποίο έχει εμποτίσει τη χώρα που διατείνεται ότι θα «σώσει».
Οι επιπτώσεις μίας δημοκρατικής ή ρεπουμπλικανικής νίκης κυμαίνονται από το πεδίο της μελλοντικής κατεύθυνσης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ -ιδίως όσον αφορά τη στήριξη προς την εμπόλεμη Ουκρανία, τις εγγυήσεις ασφαλείας έναντι συμμάχων και την προσήλωσή τους στους διεθνείς θεσμούς και την πολυμερή συνεργασία, έως την οικονομία, την ενέργεια και το κλίμα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι από τις τελευταίες χώρες που ψηφίζουν στο εκλογικό ημερολόγιο του 2024. Η Ταϊβάν είναι από τις πρώτες. Η έκβαση της δικής της προεδρικής αναμέτρησης είναι εκείνη που θα έχει καθορίσει την απόχρωση του «κόκκινου» στις σινοαμερικανικές σχέσεις έως ότου εκλεγεί ο 60ός πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στις κάλπες της δημοκρατικά διοικούμενης νήσου, ο νυν αντιπρόεδρος Λάι Τσενγκ-Τε Τσαν του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) βρίσκεται σε τροχιά νίκης και ήδη το καθεστώς Σι δείχνει τα «δόντια» του με μπαράζ στρατιωτικών ασκήσεων. Το Εθνικιστικό Κόμμα ή Κουομιτάνγκ, το οποίο έχει υποσχεθεί κάποιο βαθμό προσέγγισης με το Πεκίνο, από πλευράς του διατείνεται ότι η ψήφος για το DPP είναι ψήφος για σύγκρουση, και ίσως ακόμη και πόλεμο, με την Κίνα.
Η εικόνα κάθε άλλο παρά παραπέμπει σε προοπτική αποκλιμάκωσης στις σχέσεις Πεκίνου-Ταϊπέι, γεγονός που μπορεί να κινητοποιήσει χώρες όπως η Ιαπωνία και Νότια Κορέα να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εάν το Πεκίνο κινηθεί πέραν των απειλών και επέμβει στην Ταϊβάν -την οποία θεωρεί «ιερή» επαρχία της προορισμένη προς επανένωση, ακόμη και διά της βίας- θα μπορούσε να σύρει την Αμερική και περιφερειακές χώρες σε σύγκρουση. Δεν είναι ένα πιθανό σενάριο, όμως το πώς θα καθορίσουν οι εξελίξεις στην Ταϊβάν τις σινοαμερικανικές σχέσεις μένει να διαφανεί τους μήνες που έρχονται.
Απέναντι στην επεκτακτικότητα και επιθετικότητα της Κίνας οι Ηνωμένες Πολιτείες επενδύουν περισσότερο από ποτέ στην Ινδία του Ναρέντρα Μόντι. Αμφότερες Ουάσινγκτον και Νέο Δελχί επιχειρούν να αποκρούσουν την αυξανόμενη επιρροή Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό και πέραν αυτού, ενώ ταυτόχρονα η ίδια η Ινδία διαγκωνίζεται με την Κίνα για την «ηγεσία» των BRICS καθώς επιχειρείται η σφυρηλάτηση μίας νέας παγκόσμιας τάξης.
Καθώς γινόταν ολοένα και πιο ορατή η ενίσχυση του γεωπολιτικού της βάρους, η Ινδία ξεπέρασε εντός του 2023 την Κίνα ως η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο. Και η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο ψηφίζει επίσης 2024. Περισσότεροι από 900 εκατομμύρια είναι οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι σε συνολικό πληθυσμό 1,4286 δισεκατομμυρίων κατοίκων -ελαφρώς υψηλότερος από τα 1,4257 δισεκατομμύρια κατοίκους της Κίνας. Η εκλογική διαδικασία θα διαρκέσει εβδομάδες, με τις κάλπες να στήνονται μεταξύ Απριλίου και Μαΐου.
O Ναρέντρα Μόντι και το εθνικιστικό «Ινδικό Κόμμα του Λαού» (BJP) διεκδικούν τρίτη θητεία. Υπέρμαχος της ινδουιστικής-εθνικιστικής ιδεολογίας, ο Μόντι ηγείται της χώρας σχεδόν εδώ και μία δεκαετία, από το 2014, και το κόμμα του -ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μαζί με το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο- κυριαρχεί στη βόρεια και κεντρική Ινδία. Σε αυτές τις εκλογές 28 κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν συγκροτήσει τη συμμαχία υπό την ονομασία INDIA επιζητώντας να τον ανατρέψουν.
Η πολιτική πορεία και δημοφιλία του Μόντι έχουν βασιστεί στην υποστήριξη από το ένα δισεκατομμύριο και πλέον ινδουιστές της χώρας, και σύμφωνα με τους επικριτές του, στην υποδαύλιση της εχθρότητας προς τη μεγάλη μουσουλμανική μειονότητα. Σε μία μεγάλη εθνοτική, θρησκευτική και γλωσσική ποικιλομορφία όπως η Ινδία, ο Ναρέντρα Μόντι ενωτικός παράγοντας δεν είναι. Παρά την καταστολή των ατομικών ελευθεριών επί των ημερών του, οδεύει στην ψηφοφορία ως το ξεκάθαρο φαβορί, με τους υποστηρικτές του να του αναγνωρίζουν την ενίσχυση της θέσης της Ινδίας στην παγκόσμια σκηνή.
Βουλευτικές εκλογές έχει τον Μάρτιο το Ιράν και προεδρικές εκλογές η Ρωσία. Aμφότερες περιθωριοποιημένες από τη Δύση και υπό καθεστώς οικονομικών κυρώσεων, η Μόσχα και η Τεχεράνη βρίσκουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία ταύτισης και εμβαθύνουν μία στρατηγική σχέση που κυρίως καθοδηγείται και τροφοδοτείται από το μένος που μοιράζονται κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Στον άξονα, ιδίως μετά και τον πόλεμο στη Γάζα, έχει εισχωρήσει και η Τουρκία, η οποία στήνει το Μάρτιο κάλπες δημοτικών εκλογών -εκεί που θα δοθεί και η επόμενη μεγάλη μάχη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με επιδίωξη την ανάκτηση Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας.
Στα καθ' ημάς, περισσότεροι από 400 εκατομμύρια ψηφοφόροι στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται τον Ιούνιο στις κάλπες που θα δοκιμάσουν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά μπροστά στην άνοδο που καταγράφουν λαϊκιστικά και ακροδεξιά κόμματα. Πρώτη δύναμη για πρώτη φορά στα πολιτικά χρονικά της Ολλανδίας αναδείχθηκε η Ακροδεξιά του Γκέερτ Βίλντερς στον μεγαλύτερο πολιτικό «σεισμό» του 2023. Η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία βρίσκεται στην πρώτη θέση των δημοσκοπήσεων, η εθνολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) καταγράφει διαρκώς εκλογικά κέρδη και οι δημοσκοπήσεις την εμφανίζουν να κατακτά ακόμη και την πρώτη θέση στις κάλπες που θα στηθούν το 2024 σε τρία προπύργιά της -Σαξονία, Θουριγγία και Βρανδεμβούργο.
Οι ευρωεκλογές λαμβάνουν χαρακτήρα βαρόμετρου για την ισχύ της Άκρας Δεξιάς στο ευρωπαϊκό έδαφος, και παρόλο που καθορίζουν την ισορροπία δυνάμεων στη σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου και την τροχιά στην οποία κινούνται οι κοινοτικοί θεσμοί, παραδοσιακά οι ψηφοφόροι «χρησιμοποιούν» τις ευρωκάλπες για να τιμωρούν εθνικές κυβερνήσεις, και ο φόβος είναι πως μπορεί να αναδείξουν τρίτη πολιτική δύναμη την ευρωομάδα της Ακροδεξιάς Ταυτότητα και Δημοκρατία, που συνενώνει μεταξύ άλλων τους Μαρίν Λεπέν, Ματέο Σαλβίνι και την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Έτος βουλευτικών εκλογών είναι το 2024 για την Αυστρία, το Βέλγιο, την Κροατία, ενώ προεδρικές εκλογές θα διεξαχθούν στη Φινλανδία.
Οι ευρωεκλογές του Ιουνίου είναι οι πρώτες μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από τους κόλπους της Ένωσης. Οι Βρετανοί, πάντως, ψηφίζουν το 2024 για τη δική τους κυβέρνηση και το δικό τους Κοινοβούλιο, με το Εργατικό Κόμμα να βρίσκεται σε τροχιά επιστροφής στην εξουσία έπειτα από 14 χρόνια. Η Βρετανία έχει αλλάξει δύο πρωθυπουργός αφότου έκλεισε το 2022 το κεφάλαιο Μπόρις Τζόνσον. Όμως ούτε η Λις Τρας -που άφησε πίσω της πολιτικά συντρίμμια και έσπασε το ρεκόρ της πιο βραχύβιας θητείας, μόλις 44 ημέρες-, ούτε και ο Ρίσι Σούνακ έχουν εκλεγεί απευθείας από τους Βρετανούς στο Νο. 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, αλλά σε εσωκομματικές διαδικασίες των Τόρις. Στις κάλπες απειλούνται με συντριβή. Στις δημοσκοπήσεις υπολείπονται έως και 20 μονάδες των Εργατικών, ενώ ο Ρίσι Σούνακ χάνει προοδευτικά τον έλεγχο του κόμματος και στις μετρήσεις είναι τόσο αντιδημοφιλής όσο ο Μπόρις Τζόνσον προ της «εκπαραθύρωσης» εξαιτίας του Partygate.
Σε ανάλυση του για τις τέσσερις σημαντικότερες εκλογές του έτους σε ΗΠΑ, Ρωσία, τους «27» της ΕΕ και την Ινδία, ο Αντριάνο Μποζόνι του Stratfor επισημαίνει πως παρά την ετερογένειά τους, θα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό που δεν είναι άλλο από τον εθνικιστικό λαϊκισμό. Οι κάλπες του Μαρτίου στη Ρωσία θα μπορούσαν και να μην θεωρούνται καν εκλογές, δεδομένου ότι ουδεμία πιθανότητα υπάρχει να εκλεγεί οποιοσδήποτε άλλον πέραν του Βλαντιμίρ Πούτιν, σημειώνει και η εκτίμησή του δεν είναι ενθαρρυντική για όσα μπορεί να επιφυλάσσει το 2024 στην Ουκρανία.
Σε ένα εκλογικό έτος-σταθμό, θέση έχει και η Νότια Αφρική και μάλιστα με τη σημαντικότερη αναμέτρηση εδώ και 30 χρόνια. Για πρώτη φορά μετά το τέλος του απαρτχάιντ και την ιστορική εκλογή του Νέλσον Μαντέλα, το 1994, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) θα μπορούσε να χάσει την πλειοψηφία, με το ινστιτούτο Ipsos να θεωρεί πιθανή, αλλά όχι δεδομένη, την παραμονή του στην εξουσία σε πιθανό κυβερνητικό συνασπισμό με τους αριστερούς Αγωνιστές Οικονομικής Ελευθερίας.
Ιστορική θα είναι σε κάθε περίπτωση και η προεδρική αναμέτρηση τον Ιούνιο στο Μεξικό, καθώς θα αποκτήσει την πρώτη γυναίκα πρόεδρο στα χρονικά. Για το ανώτατο αξίωμα αντιπαρατίθενται η αριστερή δήμαρχος της Πόλης του Μεξικού Κλαούδια Σέινμπαουμ ως υποψήφια του κυβερνώντος κόμματος και η Σότσιλ Γκάλβες που εκπροσωπεί το μέτωπο της αντιπολίτευσης.
Στον ανεξάντλητο κατάλογο των χωρών που στήνουν κάλπες το 2024 συγκαταλέγονται και η Ινδονησία, η τέταρτη πολυπληθέστερη χώρα του κόσμο με τον μεγαλύτερο μουσουλμανικό πληθυσμό, αλλά και στο Πακιστάν.