Κοινό στοιχείο προσέγγισης ενός σώματος είτε στην αυγή είτε στη δύση της ύπαρξής του τείνει να είναι το άγγιγμα και σε αμφότερες τις περιπτώσεις εκείνο που χαρακτηρίζει το άγγιγμα είναι η τρυφερότητα. Τρυφερότητα για ένα πλάσμα που βγήκε από τη μήτρα και χρήζει φροντίδας για την ανάπτυξή του· τρυφερότητα επίσης για ένα πλάσμα που έχει ζήσει και συνάμα επιβιώσει από όποια τροχοπέδη και όποιες πληγές έχει έρθει αντιμέτωπο διασχίζοντας το μονοπάτι της ζωής, και έφτασε η στιγμή να σβήσει το κεράκι της ύπαρξής του.
Όπως στη γέννηση, έτσι και στο θάνατο, περισσότερα από ένα ζεύγος χεριών αγγίζουν το σώμα, ο σεβασμός είναι επίσης κοινό στοιχείο: αφενός σε μία ζωή που τώρα ξεκίνησε να διασχίζει το μονοπάτι της, αφετέρου σε μία ζωή που έχει καταγράψει συγκεκριμένο αριθμό χιλιομέτρων. Μιλάμε με χαρά, ευγνωμοσύνη και δέος για τη ζωή που ξεκίνησε, πώς, όμως, μιλάμε για τη σιωπηλή γλώσσα του πένθους, μία κατάσταση ατομική και συνάμα συλλογική; Στεκόμαστε σιωπηλοί απέναντι στην απώλεια ενός προσώπου καθώς είναι αυτή με την οποία η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη, προορισμένη να φτάσει στο τετελεσμένο της ύπαρξής της.
«Η χορογραφία είναι καθολική γλώσσα που εκφράζει πράγματα που οι λέξεις δεν μπορούν», σχολιάζει ο χορογράφος Ανζελέν Πρελζοκάζ και η θέση του αυτή αφορά και στη γλώσσα της οδύνης – μία γλώσσα που λόγια δεν έχει. Η πολυπλοκότητα των συναισθημάτων κάθε όντος απέναντι στον θάνατο εκτυλίσσονται στη χορογραφία του με τίτλο «Requiem(s)» την οποία παρακολουθήσαμε από το Μπαλέτο Πρελζοκάζ, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο της καθιερωμένης του διοργάνωσης, Φεστιβάλ της Άνοιξης. Βυθίζοντάς μας σε μία κατανυκτική εμπειρία κατά την οποία το ένα συναίσθημα διαδέχεται το άλλο υπό τους ήχους μουσικών εναλλαγών –από τη «Lacrimosa» του Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, ύμνους και θρήνους προερχόμενους από την ανθρώπινη φωνή, έως το μέταλ τραγούδι.
Λήψη από την παρουσίαση του μπαλέτου «Requiem(s)» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ©akriviadis
Η χορογραφία εκκινεί επιστρέφοντάς μας στη γέννηση του ανθρώπου, εκεί από όπου ξεκινά το αποτύπωμά του στη γη. Τρεις χορευτές βγαίνουν από τους «αμνιακούς σάκους» που κρέμονται επί σκηνής, τους λαμβάνουν οι υπόλοιποι και ξετυλίγεται μία χορογραφία που καταλήγει με ανθρώπους να κείτονται επί σκηνής και δύο πλευρές –από τη μία η ζωή και από την άλλη ο θάνατος– να προσπαθούν να πάρουν τη σορό με το μέρος τους.
Λήψη από την παρουσίαση του μπαλέτου «Requiem(s)» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ©akriviadis
Όμως, το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον και απέναντι στη βεβαιότητα του θανάτου ο άνθρωπος κάνει μία εσωτερική ανασκόπηση, διερωτώμενος για τα στοιχειώδη και μη της ζωής, για το αξίζειν της ύπαρξης. Από τους στοχασμούς δεν απουσιάζουν τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και οι θάνατοι παιδιών – το αντίστοιχο σκηνικό, με λευκές κούκλες παιδιών να κείτονται άψυχες σε μεταλλική εγκατάσταση, έχει ως απάντηση τη σιωπή του κοινού. Σιωπή και απέναντι στο Ολοκαύτωμα, όπως και ντροπή.
Λήψη από την παρουσίαση του μπαλέτου «Requiem(s)» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ©akriviadis
«Εγώ πιστεύω ότι ένα κίνητρο για την τέχνη και τη σκέψη είναι λίγο πολύ αυτή η ντροπή του ανθρώπου για το είδος του. […] Μία κάποια ντροπή επειδή έχεις επιβιώσει, ενώ άλλοι δεν μπόρεσαν», είναι ορισμένες από τις σκέψεις που ακούμε σε μορφή αφήγησης, κατά τη χορογραφία, και εδράζονται στις πηγές έμπνευσης του Πρελζοκάζ για το «Requiem(s)».
Όπως ο ίδιος είχε αναφέρει, οι συγγραφείς στους οποίους κατέφυγε για το εν λόγω έργο του, είναι «ο Ρολάν Μπαρτ και το ''Ημερολόγιο πένθους'' του, κυρίως στο ''Αλφαβητάρι'' του Ζιλ Ντελέζ, όπου μιλούσε για την ντροπή που ένιωσε ο Πρίμο Λέβι για το ανθρώπινο είδος, επιστρέφοντας από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά και στη χαρά της ζωής του Νίτσε, που ορίζεται ως τραγική, στη χαρά του ιερέα Λουί Περνό ή του φιλοσόφου Κλεμάν Ροσέ, οι οποίοι τη θεωρούν υπέρτατη δύναμη που περιλαμβάνει τόσο τις αρνητικές πλευρές της ύπαρξης όσο και το αντίδοτό τους».
Λήψη από την παρουσίαση του μπαλέτου «Requiem(s)» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ©akriviadis
Παράλληλη της χορογραφίας η αναπαραγωγή βίντεο στο βάθος της σκηνής με αντίστοιχη θεματική: η κίνηση των χεριών ενός ανθρώπου να βάλει στις χούφτες του χώμα και να το υψώνει, ένα ανθρώπινο κρανίο, ένα συρματόπλεγμα – μεταξύ άλλων. Εκείνη μίας γυναίκας με πένθιμο πέπλο στο πρόσωπο και η χορογραφία που τη συνοδεύει, με το αγκάλιασμα του ανθρώπινου σώματος, παραπέμπουν στην «Πιετά» του Μιχαήλ Άγγελου.
Λήψη από την παρουσίαση του μπαλέτου «Requiem(s)» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ©akriviadis
Η χορογραφία φτάνει στο τέλος της και οι χορευτές δέχονται το χειροκρότημα του κοινού καθώς και το «ευχαριστώ» του για όσα συναισθάνθηκε κατά την εκτύλιξη του έργου. Η χαρά, η οργή, η μελαγχολία και ο πόνος που το διατρέχουν, υπενθυμίζουν σε καθέναν πόσο σημαντικό είναι το αγαθό της ζωής αλλά και οι άνθρωποι που έχουμε δίπλα μας.
Ο σεβασμός και η αγάπη δεν χάνονται απέναντι σε ένα πρόσωπο που έχει «φύγει» από τη ζωή. Η λύπη και η συντριβή είναι αναπόφευκτα, οδυνηρή είναι επίσης η μνήμη καθώς με το πρόσωπο που «φεύγει» νεκρώνεται και κάτι από τον δικό μας εαυτό. Μόνο που, μέσω της μνήμης το πρόσωπο εξακολουθεί να υφίσταται έχοντας στη θύμησή μας την όψη του στις ομορφότερες στιγμές του. Η τέχνη μπορεί και απελευθερώνει τη ζωή, ομοίως και τον άνθρωπο.
Κεντρική φωτ.: Λήψη από την παρουσίαση του μπαλέτου «Requiem(s)» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ©akriviadis