Ένας πίνακας που θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει την κατάσταση που επικρατεί στο Ιράν, σε καθημερινή βάση, αυτός είναι η «Κραυγή» του Έντβαρντ Μουνκ, λόγω του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκονται οι νέες και οι νέοι στη χώρα. «Θέλουν και πρέπει να φύγουν για να ζητήσουν έστω και φαντασιακά να έχουν μια ευκαιρία, μια νέα ζωή, μια νέα πραγματικότητα. Αλλά, στην πραγματικότητα, φεύγουν από τη μια φυλακή για να μπουν σε μια άλλη, καθώς υπάρχει αδιέξοδο και ακόμη και εάν θελήσουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, είναι αδύνατον. Η αδικία υπάρχει σε κάθε πτυχή του βίου όσων ζουν στο Ιράν».
Τα παραπάνω ανακαλώ από τοποθέτηση της Ιρανής ηθοποιού και αυτοεξόριστης στο Παρίσι, Μίνα Καβανί, μετά το πέρας προβολής της ταινίας του Τζαφάρ Παναχί, «Αρκούδες δεν υπάρχουν», τον Νοέμβριο 2022, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Καθώς, η αδικία και το αδιέξοδο εξακολουθούν να κατέχουν τα σκήπτρα στο Ιράν, εις βάρος του βίου των πολιτών της χώρας, με κάθε τιμωρία να εγγράφεται κυριολεκτικά και μεταφορικά στο σώμα τους. Από τη νεκρή Μαχσά Αμινί έως τις καταδίκες σε φυλάκιση σκηνοθετών όπως οι Παναχί και Ρασούλοφ –μεταξύ άλλων– το Ιράν καταδεικνύεται ως ένα πεδίο στο οποίο κάθε είδους κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα υποδαυλίζονται στην ανυπαρξία.
Οι καλλιτέχνες της χώρας –εν προκειμένω οι σκηνοθέτες– τείνουν να αποτελούν πολιτικό στόχο καθώς η κάμερα όσων νοιάζονται για το Ιράν απαθανατίζει την ωμή πραγματικότητα που ναι μεν οφείλει να στηλιτευθεί, ενοχλεί δε το θεοκρατικό καθεστώς της χώρας. Κάθε νέα ταινία προερχόμενη από το Ιράν υπενθυμίζει μία πραγματικότητα την οποία ήδη γνωρίζουμε: ότι για τους κατοίκους κάποιων χωρών η πατρίδα είναι συνώνυμη της φυλακής και οι μηχανισμοί εξουσίας τους ισούνται με τις χειροπέδες –νοητές και πραγματικές– με τις οποίες προσπαθούν να τους φιμώσουν.
Μόνο που το σινεμά υπάρχει για να δείχνει την αλήθεια και στην ερώτηση «πόσο κοστίζει η αλήθεια» η απάντηση στο Ιράν είναι ένας αριθμός ετών φυλάκισης και άλλων ποινών συμπεριλαμβανομένων της θανατικής καταδίκης. Στην περίπτωση των σκηνοθετών της ταινίας «Το αγαπημένο μου γλυκό» (My favourite cake, 2024), οι Μαριάμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σανάιχα καταδικάστηκαν νωρίτερα αυτή την εβδομάδα σε 14 μήνες φυλάκιση με πενταετή αναστολή και πρόστιμο με την κατηγορία της «διασποράς ψεύδους με σκοπό να διαταράξουν την κοινή γνώμη».
Επιπλέον, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση ενός έτους, επίσης με πενταετή αναστολή, και διατάχθηκε η κατάσχεση όλου του εξοπλισμού για την κατηγορία της «συμμετοχής στην παραγωγή χυδαίου περιεχομένου». Επιβλήθηκε ακόμη ένα πρόστιμο, για την κατηγορία της «προβολής ταινίας χωρίς άδεια προβολής», όπως γνωστοποίησαν με ξεχωριστές ανακοινώσεις τους το Human Rights Activist News Agency (HRANA) και το νομικό παρατηρητήριο Dadban.
Οι δημιουργοί της ταινίας «Το αγαπημένο μου γλυκό»
«Οι καλλιτέχνες στο Ιράν υφίστανται σημαντικές δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένης της αυξανόμενης λογοκρισίας, των αυθαίρετων συλλήψεων και της συνεχούς απειλής νομικών επιπτώσεων για την έκφραση διαφωνίας μέσω του έργου τους», σχολίασε –σύμφωνα με τον βρετανικό Guardian– το Κέντρο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Ιράν με έδρα τη Νέα Υόρκη, μετά τη γνωστοποίηση της ποινής του ζεύγους σκηνοθετών.
Τι αφορά «Το Αγαπημένο μου γλυκό»; Η ταινία ξετυλίγεται γύρω από την 70χρονη χήρα Μαχίν, της οποίας της δίνεται μία δεύτερη ευκαιρία να παύσει τη μοναξιά στη ζωή της. «Παρακάμπτοντας την παράδοση του κλασικού ιρανικού φεστιβαλικού σινεμά, ''Το αγαπημένο μου γλυκό'' υπογραμμίζει μεν τους περιορισμούς που υπάρχουν στο θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν, επικεντρώνεται δε στην ιστορία της Μαχίν για να τονίσει ότι παρά το όποιο καθεστώς ο άνθρωπος –εν προκειμένω η γυναίκα– δεν παύει να επιθυμεί και έχει δικαίωμα να ονειρεύεται και να διεκδικεί, πόσω μάλλον όταν αφορά στα συναισθήματα που τρέφει.
Γι’ αυτό και η ταινία καταδεικνύεται πολυεπίπεδα απελευθερωτική σχετικά με τη γυναικεία χειραφέτηση, καταγράφοντας, μεταξύ άλλων, την Μαχίν να περπατά μόνη της στους δρόμους της Τεχεράνης, να φροντίζει διαρκώς τον εαυτό της βάφοντας τα μάτια και τα νύχια της και βάζοντας κραγιόν, όπως και να κάθεται στη θέση του συνοδηγού ενώ σε εκείνη του οδηγού βρίσκεται εκείνος για τον οποίο σκίρτησε η καρδιά της», όπως είχαμε αναφέρει – μεταξύ άλλων – στο σημείωμά μας «Μία διαφορετική γυναίκα στο Ιράν».
«Θέλαμε να πούμε την ιστορία της πραγματικότητας της ζωής μας, η οποία αφορά αυτά τα απαγορευμένα πράγματα, όπως το τραγούδι, ο χορός, το να μην φοράμε χιτζάμπ στο σπίτι, κάτι που κανείς δεν κάνει στο σπίτι», είχε δηλώσει νωρίτερα, φέτος ο Μογκαντάμ, σχετικά με «Το αγαπημένο μου γλυκό». Η ποινή που επιβλήθηκε σε αυτόν και την Σανάιχα –από κοινού με προηγηθείσες ποινές σε άλλους σκηνοθέτες– καταδεικνύει ότι το Ιράν σαφώς δεν είναι συμφιλιωμένο με την αλήθεια.
Η τιμωρία παραμονεύει υποβαλλόμενη υπό το άγρυπνο μάτι του καθεστώτος· δεν παύει να περιορίζει ακόμη και εάν οι κάτοικοι της χώρας μπορούν να ονειρευτούν, κι αυτό υπογραμμίζεται με το τέλος της ταινίας, προσγειώνοντας απότομα το κοινό της αλλά και τους πρωταγωνιστές της. Σαν το καθεστώς να «τιμωρεί» τα πρόσωπα που έζησαν κάποιες στιγμές όπως τις θέλησαν και όπως θα ήθελαν να συνεχιστούν.
Σχετικά με την ποινή που επιβλήθηκε στο σκηνοθετικό ζεύγος και αφορά στην κατάσχεση του εξοπλισμού τους, είναι σαφώς μία προσπάθεια φίμωσης αλλά συνάμα πυροδοτεί την αντίδραση και δίνει το έναυσμα σε όλον τον σκηνοθετικό κύκλο του Ιράν να μην πάψει να πολεμά για την αλήθεια. Η αλήθεια κάθε κινηματογραφιστή είναι η κάμερά του, η υπεράσπισή του οι ιστορίες που ξετυλίγει, καταδικάζοντας με την εικόνα ένα καθεστώς του οποίου οι πρακτικές δολοφονούν τους πολίτες της χώρας. Διότι, εκείνο το οποίο μανιωδώς προσπαθούν να υπερασπιστούν οι καλλιτέχνες, είναι η ελευθερία.
Η καταδίκη των σκηνοθετών και των ταινιών τους –όποτε αυτό συμβαίνει– είναι το μη αντιληπτό χειροκρότημα της εξουσίας πως οι άνθρωποι της τέχνης έχουν αποτυπώσει μία αληθινή πραγματικότητα, γι' αυτό και το καθεστώς ενοχλείται. Ταινίες σαν αυτές των Μογκαντάμ και Σανάιχα, των Παναχί και Φαραντί, καθώς και του Ρασούλοφ, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, είναι ο καθρέφτης τον οποίο το καθεστώς επιθυμεί να σπάσει διότι του φανερώνει το αληθινό, αδίστακτο πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο που προκαλεί στους πολίτες την κραυγή, ένα πρόσωπο το οποίο εκείνοι που κραυγάζουν θα ήθελαν να αποδιώξουν.
Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιράν
Υπενθυμίζεται ότι η ταινία «Το αγαπημένο μου γλυκό», μπορεί να εξόργισε τις Αρχές στο Ιράν, ωστόσο, καταχειροκροτήθηκε στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αποσπώντας σημαντικά βραβεία σε φεστιβάλ όπου προβλήθηκε. Πριν από την καταδίκη τους, είχε απαγορευθεί στους Μογκαντάμ και Σανάιχα να φύγουν από το Ιράν για να συμμετάσχουν στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου και στη συνέχεια να προωθήσουν την ταινία όταν αυτή κυκλοφόρησε στην Ευρώπη.
Ακόμη, σύμφωνα με τον Guardian, η είδηση της ετυμηγορίας τους ήρθε την ώρα που το Φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών ανακοίνωνε ότι η νέα ταινία ενός άλλου κορυφαίου σκηνοθέτη στον οποίο απαγορεύτηκε η έξοδος από το Ιράν, του Τζαφάρ Παναχί, θα προβληθεί στη διοργάνωσή του το 2025. Μια άλλη πρόσφατη ιρανική ταινία, η ταινία του Μοχάμαντ Ρασούλοφ «Ο σπόρος της ιερής συκιάς», η οποία ασχολείται ρητά με το κίνημα διαμαρτυρίας του 2022-23, είχε ως αποτέλεσμα ο σκηνοθέτης και αρκετοί από τους ηθοποιούς της να εγκαταλείψουν τη χώρα, ενώ όσοι παρέμειναν δεν μπόρεσαν να φύγουν και υποβλήθηκαν σε διώξεις.
Περισσότερα για τις ταινίες και τους σκηνοθέτες που αφορούν στο Ιράν καθώς και την αντίδραση του καθεστώτος, στα παρακάτω δημοσιεύματα:
Μία διαφορετική γυναίκα στο Ιράν
«Πολεμώντας» για την αλήθεια στο Ιράν