Στα πρώτα λεπτά της ταινίας «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών», ο καθηγητής Τζον Κήτινγκ προτρέπει τους μαθητές του να σκίσουν τις σελίδες του βιβλίου στις οποίες αναγράφονται τα κριτήρια βάσει των οποίων βαθμολογείται ένα ποίημα. Διότι το ποίημα είναι συναίσθημα και το πώς οι λέξεις ενός ποιήματος κάνουν ένα ανθρώπινο πλάσμα να νιώσει, δεν υπόκεινται σε κανόνες, ακριβώς γιατί το «νιώθω» δεν μπορεί να βαθμολογηθεί μήτε να γίνει υπόδειξή του.
Οποιοδήποτε έργο τέχνης αποκλίνει κανόνων. Ομοίως η δύναμη του συναισθήματος, γι’ αυτό και στα μάτια μας η φιγούρα του προσώπου για το οποίο σκιρτά η καρδιά ομοιάζει με έργο τέχνης· όπως με ένα γλυπτό συντιθέμενο από καμπυλώσεις του σώματος σαν βγαλμένο από τον 5ο αι. π.Χ. οπότε και – μεταξύ άλλων – ο γλύπτης Φειδίας φιλοτέχνησε τα θαυμαστότερα έργα του, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν καταστραφεί ή χαθεί.
Το γεγονός της καταστροφής ή του αφανισμού τους δεν είναι άμοιρο συνέπειας για το πώς αντιμετωπίζονται η τέχνη ή οι ανθρώπινες οντότητες καθότι και στα δύο έγκειται η ευθραυστότητα. Από γενέσεως κόσμου η ανθρωπότητα χάνει με το πέρασμα του πανδαμάτωρα χρόνου ολοένα και περισσότερο κάτι από τις αξίες της, την ομορφιά και την τρυφερότητα του βλέμματός της. Η στυγνή πραγματικότητα δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό μας καθώς οι ένοπλες συγκρούσεις ανά την υφήλιο βρίσκονται υπό άλλο πρόσχημα εντός κάθε κοινωνίας· ως μία μορφή πολέμου μπορεί να ιδωθεί η βία που ασκείται από άνθρωπο σε άνθρωπο, η κουλτούρα της αντικατάστασης στις ανθρώπινες σχέσεις, η παραβίαση των δικαιωμάτων καθώς επίσης και η τυποποίηση ανθρώπων, η τοποθέτησή τους σε καλούπια βάσει μίας νοητής μεζούρας.
Μία επιδερμική κοινωνία ή ομάδες εντός της, αρέσκονται στη μεζούρα για να εισάγουν ανθρώπους στους κύκλους τουςς ή να τους αποβάλουν, «πατώντας» στην ανάγκη του ανήκειν που τους γεννάται. Κανόνες στη συμπεριφορά, τον τρόπο ομιλίας και την κίνηση, ανθρώπινης όψης της οποίας η φυσική της έκφραση έχει αλλοιωθεί παραπέμποντας σε πατρόν μάσκας, εδράζονται σε πρότυπα κίβδηλα που καθημερινά κατακλύζουν τις οθόνες μας. Τέτοιοι κανόνες εγγράφονται σαν έναν ασφυκτικό κορσέ ή μία ζώνη που ολοένα και σφίγγει ώσπου να βγει η κραυγή που θα κατανικήσει το πάθος αυτοπροβολής ως στάση ζωής.
Έργο του Λεωνίδα Τισριγκούλη φιλοτεχνημένο το 1980 (τμήμα του έργου στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος σημειώματος)
Φιλοτεχνημένο το 1980 και αποτελούμενο από πατρόν σχεδίων μόδας περιοδικών της δεκαετίας του ’70, το παραπάνω έργο (κολάζ σε μουσαμά) του Λεωνίδα Τσιριγκούλη (γενν. 1937) δεν χάνει τη δύναμή του, σήμερα, αλλά κραυγάζει ενάντια σε κάθε τυποποίηση του ανθρώπινου σώματος και κατ’ επέκταση της ψυχής. Η ανθρωπότητα δεν έχει πάψει να κρίνει αρκούμενη στην επιφάνεια – αν και τέτοια σχόλια δεν συναντώνται, πλέον, τόσο συχνά, στον δημόσιο λόγο.
Το έργο θα μπορούσε επίσης να υπαινιχθεί κάτι για τη μόδα: έρχεται και παρέρχεται συνεπώς οι κανόνες αλλάζουν. Εκείνο που παραμένει διαχρονικά στη μόδα αναφορικά με τους δεσμούς τείνει να είναι η τρυφερότητα του βλέμματος στην οποία έγκειται και η ουσία.
Ο Τσιριγκούλης υπογραμμίζει την ουσία τοποθετώντας μία καρδιά στο σημείο του στήθους, καθώς οτιδήποτε διαδραματίζεται γύρω μας, επιδρά εν τέλει εκεί. Επάνω στην καρδιά διακρίνεται ένα ζωγραφισμένο καρφί, ενδεχομένως ως ένα σχόλιο για την επίδραση των λέξεων αλλά και των βλεμμάτων. Μόνο που στο ουσιώδες, οι λέξεις είναι περιττές και εάν αρθρωθούν θα είναι λίγες. Η σιωπή έχει την πιο ανοιχτή αποδοχή σαν συνοδεύεται από την τρυφερότητα του βλέμματος, όπως αυτή αποτυπώνεται στους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Θά ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τί να πούμε/ Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια/ Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να σ’ το πω», από το ποίημα «Θα ‘ρθει μια μέρα…».
* Το έργο του Λεωνίδα Τσιριγκούλη παρουσιάζεται στην γκαλερί «Roma», στο πλαίσιο της ομαδικής έκθεσης «Διασπορά – Οι Έλληνες Καλλιτέχνες στο Παρίσι» η οποία έχει παραταθεί έως τις 25 Ιανουαρίου. Στην έκθεση παρουσιάζονται επίσης έργα των Κώστα Ανδρέου, Γιάννη Γαΐτη, Δανιήλ, Μιχάλη Κατζουράκη, Νίκου Κεσσανλή, Κωστή, Γιάννη Μαλτέζου, Παύλου, Σελέστ Πολυχρονιάδη, Μάριου Πράσινου, Κωνσταντίνου Ξενάκη, Τάκη, Κώστα Τσόκλη, Φιλολάου Τλούπα, Θάνου Τσίγκου, Αλέκου Φασιανού και Τζον Χριστοφόρου.