Αυλαία στις 6 Μαρτίου σηκώνει το πολυαγαπημένο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το οποίο εφέτος μας προσκαλεί μέσα από τα ζωγραφικά έργα του Δ. Αναστασίου.
Οι δρόμοι του ντοκιμαντέρ οδηγούν στη Θεσσαλονίκη

Οι δρόμοι του ντοκιμαντέρ οδηγούν στη Θεσσαλονίκη

Αυλαία στις 6 Μαρτίου σηκώνει το πολυαγαπημένο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το οποίο εφέτος μας προσκαλεί μέσα από τα ζωγραφικά έργα του Δ. Αναστασίου.

Τι είναι αυτό που μας κάνει να διαφέρουμε από τους υπόλοιπους; Η ματιά μας, η οπτική μας στον κόσμο και ο τρόπος με τον οποίο τον ερμηνεύουμε. Ομοίως ο εκάστοτε καλλιτέχνης, μέσα από το έργο του προσφέρει μία νέα ματιά παροτρύνοντάς μας να «ταξιδέψουμε» στο δημιουργικό του σύμπαν.

Ένα τέτοιο «ταξίδι» πραγματοποιείται και διαμέσου των αφισών που φιλοτέχνησε ο Δημήτρης Αναστασίου για το 27ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (6-16 Μαρτίου). Ένα ταξίδι στο ελληνικό τοπίο αλλά και σε πόλεις του μέλλοντος με κεντρική την ανθρώπινη παρουσία, όπως παρατηρούμε στις παρακάτω αφίσες. Δεν μπορούμε να δούμε τα πρόσωπα των φιγούρων μιας και κοιτάζουν μπροστά, κατευθύνοντας επίσης τη δική μας ματιά προς τον ορίζοντα και επιτυγχάνοντας τρόπον τινά την ταύτιση στο βλέμμα.

Πηγή φωτ.: Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης/ filmfestival.gr/

Παρότι τα περιβάλλοντα είναι διαφορετικά, εντοπίζεται κάτι κοινό πλην της ανθρώπινης παρουσίας και της βαλίτσας ως συνοδοιπόρου: το βάδισμα των φιγούρων εκκινεί από ένα σημείο με ξερά χορταράκια. «Οι τρεις ζωγραφιές συνθέτουν μια αφήγηση σε τρία μέρη. Αν μπουν στη σειρά, καθεμιά συνεχίζει την προηγούμενη. Η πρώτη και η δεύτερη (που δείχνουν ένα χωράφι και μια επαρχιακή πόλη της δεκαετίας του 1960) αναφέρονται στο ελληνικό τοπίο. Η τρίτη (που παρουσιάζει μια πόλη παράδοξη, φανταστική – ουτοπική ή δυστοπική) παραπέμπει στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Οι θεατές, σαν χρονοταξιδευτές, ταξιδεύουν μέσα στα τοπία αυτά», όπως σημειώνει ο ζωγράφος Δημήτρης Αναστασίου, δίνοντάς μας το έναυσμα για τη δική μας αφήγηση.

Το μικρό παιδί στην πρώτη αφίσα δεν έχει τοποθετήσει ακόμη τα βήματά του στο χωμάτινο μονοπάτι που παρατηρούμε. Από την ευθεία κλίση προς τα εμπρός, του προσώπου του, μπορούμε να πούμε ότι ατενίζει τον ορίζοντα, το άνοιγμα που παρατηρείται στο βάθος ανάμεσα στο πεδινό κι έπειτα βραχώδες τοπίο. Η αποσκευή του είναι γεμάτη όνειρα, ο δρόμος που έχει να διασχίσει δείχνει μακρινός, ο ουρανός είναι καθαρός πλην μιας κλωστής γκριζωπού σύννεφου επάνω δεξιά στη ζωγραφική σύνθεση.

Έργο του Δημήτρη Αναστασίου. Πηγή φωτ.: Facebook/ Thessaloniki International Film Festival

Μία μείξη γκριζωπών και λευκών σύννεφων «παρατηρεί» όσα εκτυλίσσονται επί εδάφους γης, στην επόμενη ζωγραφική σύνθεση. Το μικρό παιδί είναι πλέον άνδρας, η ελαφρά κλίση του προσώπου του προς το πλάι τείνει προς μία κοπέλα που βρίσκεται λίγα βήματα μπροστά του. Αμφότεροι, «τοποθετημένοι» σε επαρχιακή πόλη όπου το αστικό τοπίο συνυπάρχει με το φυσικό παρότι η παρουσία του τελευταίου είναι διακριτική προοιωνίζοντας κατά κάποιο τρόπο τη σταδιακή έλλειψή της από τον σημερινό, αστικό ιστό.

Έργο του Δημήτρη Αναστασίου. Πηγή φωτ.: Facebook/ Thessaloniki International Film Festival

Η απόσταση που υπήρχε στη δεύτερη σύνθεση ανάμεσα στη γυναικεία και την ανδρική παρουσία έχει μηδενιστεί στην τρίτη ζωγραφική σύνθεση. Το βάδισμά τους είναι συγχρονισμένο, η αφετηρία τους – το χορταράκι – κοινή, ομοίως και η κατεύθυνση του προσώπου τους προς ένα μέλλον απρόβλεπτο. Δεν διακρίνουμε τον ορίζοντα καθώς τον καλύπτουν τα φουτουριστικά οικοδομήματα και ο γκριζωπός ουρανός.

Ο προσδιορισμός αυτού του μέλλοντος τείνει να μην είναι διακριτικός αν και θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο ζωγράφος ενσωματώνει την άποψή του – ή αυτό που αναφέραμε στην αρχή του παρόντος κειμένου: τη ματιά του. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος αλλά οι ανθρώπινες φιγούρες βαδίζουν σε κοινή πορεία. Το όποιο πλαίσιο μπορεί να αντιμετωπιστεί καθότι το μαζί είναι παντοδύναμο.

Έργο του Δημήτρη Αναστασίου. Πηγή φωτ.: Facebook/ Thessaloniki International Film Festival 

Πλην των εννοιών του ταξιδιού και του χρόνου, οι αφίσες συμπυκνώνουν εκείνη της ζωής. Το παρελθόν προσδιορίζει το παρόν κι εκείνο με τη σειρά του προδιαγράφει το μέλλον για το οποίο μόνο σενάρια μπορεί να γίνουν. Ο τρόπος ζωής και το περιβάλλον της τείνει να είναι μη προσδιορίσιμα με έντονο το στοιχείο του απρόβλεπτου ή – όπως θα μπορούσε διαφορετικά να ειπωθεί – της «έκπληξης».

Ανησυχίες σαν αυτές (σ.σ για τη ζωή, το παρόν και το μέλλον) είχαν τεθεί και κατά την ταινία του Τζόσουα Οπενχάιμερ, «The End», με την οποία, τον Νοέμβριο 2024, έριξε αυλαία το 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Υπενθυμίζω ότι η ζωή, το παρόν και το μέλλον ήταν έννοιες τις οποίες το Φεστιβάλ εξήρε, τότε, καθόλη τη διάρκεια του. Πρόκειται δε, για έννοιες τις οποίες τα κινηματογραφικά φεστιβάλ οφείλουν να θέτουν επί τάπητος καθότι ο ρόλος τους συγκεκριμένος: «προσφοράς» τέχνης και κυρίως κινηματογραφικής εκπαίδευσης του αμφιβληστροειδούς, υπενθυμίζοντας ότι η τέχνη δημιουργεί ερωτήματα και δεν δίνει απαντήσεις· κάθε μορφή τέχνης υπάρχει για τον άνθρωπο ο οποίος καλείται να την υπηρετήσει ως καθήκον του για την ανθρωπότητα.

Κάθε οντότητα και κάθε οργανισμός – εν προκειμένω το φεστιβάλ – έχει το δικό του τρόπο να αφήσει το στίγμα του σε αυτό με το οποίο όλες και όλοι μας αναμετρούμαστε: τον χρόνο. Εν αναμονή της ανακοίνωσης του προγράμματος του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι αφίσες του Δ. Αναστασίου μας προετοιμάζουν για μία ακόμη ουσιώδη διοργάνωση. Για έναν θεσμό που επί σειρά ετών γεμίζει αίθουσες με σινεμά και δημιουργικούς ανθρώπους, ανθρώπους που στοχάζονται και έχουν ανησυχίες, ανθρώπους θετικούς, πυροδοτώντας με τις παράλληλες εκδηλώσεις του το διάλογο δίνοντας τροφή για σκέψη για κάθε είδους ζητήματα.

Η βαλίτσα συνοδεύει αυτούς τους ανθρώπους καθώς καταφθάνουν στη συμπρωτεύουσα. Συμβολικά – μιας και οι αφίσες αφορούν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ – οι βαλίτσες είναι αντίστοιχες των ταινιών οι οποίες «ταξιδεύουν» στα φεστιβάλ, προβάλλονται στις αίθουσες κι έτσι η ματιά των σκηνοθετών συμπλέκεται με εκείνη του κοινού. «Πατρίδα» των δημιουργών τα έργα τους, αξίες και σταθερές όσα ξετυλίγονται στο σελιλόιντ τους.