Ελλάδα και Κύπρος απέναντι στον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό
AP Photo/Khalil Hamra, file
AP Photo/Khalil Hamra, file
Φάκελος Μέση Ανατολή 2025

Ελλάδα και Κύπρος απέναντι στον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό

Για το εν εξελίξει μαξιμαλιστικό σχέδιο της Άγκυρας και τον ρόλο Αθήνας-Λευκωσίας στο ευρωπαϊκό και περιφερειακό διπλωματικό πεδίο μιλά ο Γαβριήλ Χαρίτος στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη, παραθέτοντας κινδύνους και ευκαιρίες εν μέσω μεταβαλλόμενων ισορροπιών και ενός ρευστού και πολύπλοκου περιβάλλοντος στη Μέση Ανατολή, με σημείο αφετηρίας την 7η Οκτωβρίου του 2023 και τελευταίο «σταθμό» την καθεστωτική αλλαγή στη Συρία.

Ο κ. Χαρίτος, επισκέπτης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και ανώτερος αναλυτής στο κυπριακό Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας (ΙΜΠΔ), μιλά για την ανάγκη αντι-συσπείρωσης έναντι μίας διευρυνόμενης τουρκικής επιρροής στη Συρία καθώς και σε άλλα σημεία-κλειδιά του χάρτη, που βρίσκει συνολικά αντίθετη μία ομάδα χωρών -κατεύθυνση προς την οποία έχουν κινηθεί και τα πρόσφατα βήματα Αθήνας και Λευκωσίας.

Το ειδικό βάρος των σχέσεων της Ελλάδας με το Ισραήλ παραμένει καθοριστικός παράγοντας, ενώ για τη Λευκωσία είναι σημαντική η προοπτική θεσμικής διασύνδεσής της με το ΝΑΤΟ, όπως κρίσιμος είναι και ο ρόλος της σε σχέση με το ενεργειακό πρόγραμμα του Λιβάνου, επισημαίνει. Αθήνα και Λευκωσία καλούνται να λειτουργήσουν ως «Ευρωπαίοι συντονιστές», με την ελληνική διπλωματία να έχει στη διάθεσή της χρήσιμα εργαλεία ανάληψης πρωτοβουλιών ως μη μόνιμο κράτος-μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αναφέρει ο κ. Χαρίτος.

Και στην παρούσα συνέντευξή του, με την οποία κλείνει ο Φάκελος Μέση Ανατολή 2025 του Liberal, ο Γαβριήλ Χαρίτος κάνει επίσης μία ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή στο 1958, ενδεχομένως ως «πυξίδα» για την αξιολόγηση και αποτίμηση των μείζονων ανακατατάξεων με την επιβολή ή την απόπειρα επιβολής περιφερειακών ανισορροπιών.

Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:

Κύριε Χαρίτο, ξεκινώντας με την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, την άνοδο των ισλαμιστών στην εξουσία και κυρίως την διεύρυνση της επιρροής της Τουρκίας, έχετε αναφέρει επανειλημμένα ότι ένα βράδυ του Δεκεμβρίου κοιμηθήκαμε γνωρίζοντας ότι έχουμε μία Τουρκία για γείτονα, και ξυπνήσαμε με «δύο Τουρκίες». Μπροστά σε ποια πραγματικότητα βρίσκονται Αθήνα και Λευκωσία και πώς θεωρείτε ότι θα πρέπει να την διαχειριστούν;

Σε μία εποχή ρευστότητας, όταν η μία υπερδύναμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν έχουν ακόμα αποκαλύψει τις προθέσεις της, και η άλλη υπερδύναμη, η Ρωσία, είναι επικεντρωμένη στο Ουκρανικό και αναμένει και εκείνη ποιες θα είναι οι επιλογές της Ουάσινγκτον, το μόνο που μπορούν, και οφείλουν, να κάνουν δύο μικρές χώρες είναι να ενισχύσουν τις περιφερειακές τους συνεργασίες.

Με βάση αυτήν τη λογική, Αθήνα και Λευκωσία έχουν ήδη αρχίσει να ενεργοποιούν τους διαύλους με όσες χώρες της περιοχής αισθάνονται ενοχλημένες από την διεύρυνση της επιρροής της Τουρκίας στη Συρία, αλλά και σε άλλα σημεία-κλειδιά του χάρτη. Σχηματικά, η Τουρκία ενισχύεται από το νέο καθεστώς της Συρίας, το Κατάρ -που έχει αναλάβει τον ρόλο του χρηματοδότη των τουρκικών επιδιώξεων-, την κυβέρνηση της δυτικής Λιβύης -που έσπευσε να στείλει τους «υπουργούς» της να συγχαρούν τον νέο de facto ισχυρό άνδρα της Δαμασκού-, ακόμα και από τη μακρινή Σομαλία, ο πρόεδρος της οποίας ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα φιλοξενήσει στο έδαφος της χώρας του τουρκική βάση εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων, με βεληνεκές τον Ινδικό Ωκεανό και την νότια Ερυθρά Θάλασσα. 

Υπάρχει σε εξέλιξη ένα μαξιμαλιστικό σχέδιο της Άγκυρας, που ευτυχώς δεν ενοχλεί μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και μία ομάδα χωρών που δεν επιθυμούν να δουν μία νέα «τουρκική μέγγενη» που θα αντικαταστήσει την δυναμική που είχε αναπτύξει τα προηγούμενα χρόνια το καθεστώς της Τεχεράνης. Θα μου πείτε, αυτό που αφορά την Κύπρο και την Ελλάδα είναι η επανάληψη του μοτίβου του λεγόμενου «τουρκολυβικού μνημονίου», που έχει διαρρεύσει ότι θα εφαρμόσει η Τουρκία με την «νέα Συρία». Ναι, αυτός είναι ένας κίνδυνος που υπάρχει και σίγουρα αυτός απασχολεί την Αθήνα και τη Λευκωσία. Όμως, τις άλλες χώρες που επίσης ενοχλούνται από μία «μεγάλη Τουρκία» τις ενδιαφέρουν ανάλογοι κίνδυνοι, τους οποίους οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν και να τους αξιοποιήσουμε, προκειμένου να υπάρξει μία «αντίθετη συσπείρωση», ένα μπλοκ χωρών που είναι σε θέση να κατανοήσουν τους προβληματισμούς μας. 

Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκαν οι πρόσφατες κινήσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας κατά την Τριμερή Σύνοδο του Καΐρου με την αιγυπτιακή ηγεσία. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκαν οι κατ’ ιδίαν επαφές του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας με τον Ισραηλινό ομόλογό του, τον υπουργό Εξωτερικών των Εμιράτων και τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο του Λιβάνου. Προς αυτήν την κατεύθυνση και οι επαφές του πρωθυπουργού της Ελλάδας στη Σαουδική Αραβία. Και πιστεύω ότι ανάλογες κινήσεις θα σημειωθούν από τις ηγεσίες των ξένων χωρών που σας ανέφερα, ως επίσης και της Ιορδανίας, του Μπαχρέιν, αλλά και άλλων χωρών της Ευρώπης που διατηρούν το δικό τους ιδιαίτερο αποτύπωμα στην περιοχή, όπως για παράδειγμα η Γαλλία. Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι τα πρώτα δείγματα γραφής των ελληνικών και κυπριακών κινήσεων κατά τις πρώτες μέρες του 2025 είναι πολύ θετικά. Φτάνει να αποδείξουν ότι γίνονται βάσει σχεδίου και με συγκεκριμένη προοπτική. Ο χρόνος θα δείξει.

Η Ελλάδα και η Κύπρος καλούνται να αναλάβουν το ρόλο του «ψυχρού Ευρωπαίου συντονιστή-υπολογιστή» και το γεγονός ότι η παρούσα χρονική περίοδος συμπίπτει με την ιδιότητα που έχει η Ελλάδα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ίσως τελικά αποβεί το «άγγιγμα της Τύχης». Από την άλλη όμως, οφείλουμε να λάβουμε υπ’όψιν μας ένα σημαντικό μειονέκτημα που κρύβουν οι παρούσες συγκυρίες. Σημαντικές χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, διανύουν μία ασυνήθιστη για τα δικά τους δεδομένα πολιτική κρίση. Αυτό το δεδομένο ενδεχομένως να μειώσει την αποτελεσματικότητα της «συντονιστικής προσπάθειας» που καλείται να αναλάβει στους ώμους της η ελληνική και η κυπριακή πλευρά. Παράλληλα όμως, ίσως αυτή η συγκυρία να αποτελέσει και την αφορμή, η ελληνική διπλωματία να υποχρεωθεί να μετατρέψει εγγενείς αδυναμίες σε πλεονεκτήματα. Αρκεί να εκμεταλλευτεί κατάλληλα το δυναμικό της και να εφεύρει ξανά τον εαυτό της. Υπήρξαν δεκαετίες που η ελληνική πλευρά είχε μάθει να διαχειρίζεται το αέναο «δούναι και λαβείν» στο περιθώριο των Γενικών Συνελεύσεων του ΟΗΕ, ανεξάρτητα εάν οι συγκυρίες εμπόδισαν τις τότε επιδιώξεις της με αφορμή το Κυπριακό. Υπήρξαν περίοδοι που οι επιχειρηματικοί παράγοντες της ελληνικής Ομογένειας προσέφεραν διεξόδους και άνοιγαν διαύλους. Και βέβαια υπήρξαν περίοδοι που η εσωστρέφειά μας, μάς αδρανοποίησε. Κάθε περίοδο ακμής διαδέχεται περίοδος παρακμής - και το αντίστροφο. Είναι νόμος της φύσης. Μάθαμε κάτι από αυτό; Η σωστή λέξη θα πρέπει να είναι «συντονισμός», όχι μόνο σε διπλωματικό, αλλά σε κάθε επίπεδο. 

Ποια Τουρκία έχουμε απέναντί μας;

Η Τουρκία είναι ξεκάθαρη. Δεν βλέπει το μέλλον της στην Ευρώπη. Χρησιμοποιεί τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών, τις οποίες στη συνέχεια εργαλειοποιεί. Εκλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένα «κλαμπ χριστιανικών χωρών» στο οποίο αισθάνεται ότι είναι ανεπιθύμητη. Και για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό το τουρκικό συμπέρασμα έχει μία μεγάλη δόση αλήθειας. Απλά η Ευρώπη δίσταζε κατά το παρελθόν να της το πει ξεκάθαρα. 

Και, βέβαια, η Τουρκία συνεχίζει να μην είναι ικανοποιημένη από την γεωγραφία της. Αισθάνεται ως ιστορική της υποχρέωση να αποκαταστήσει το ένδοξο οθωμανικό της παρελθόν. Ποιος είναι τελικά ο κοινός τόπος συνεννόησης όταν βρίσκεται μία ευρωπαϊκή χώρα αντιμέτωπη με μία τέτοια θεώρηση; Η Ελλάδα προσπάθησε να ανεύρει αυτόν τον κοινό τόπο. Αμφιβάλλω εάν το κατάφερε. Αλλά, δυστυχώς, ούτε η Ευρώπη νομίζω ότι κατάφερε να βρει αυτόν τον κοινό τόπο. 

Η Τουρκία της διακυβέρνησης Ερντογάν έχει κάνει τις επιλογές της. Τις έχει παγιώσει και αν κρίνουμε από τις τάσεις των Τούρκων εκλογέων, η συγκεκριμένη θεώρηση έχει υιοθετηθεί από τη συντριπτική μερίδα της κοινωνίας της εδώ και χρόνια. Υπάρχουν κόμματα, γίνονται εκλογές, τα αποτελέσματα της κάλπης μιλούν από μόνα τους.

Με χρονικό ορίσημο την 7η Οκτωβρίου γι΄ αυτό το κύμα μείζονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων στη Μέση Ανατολή, πώς αποτιμάτε τη στάση που έχουν τηρήσει η Ελλάδα και η Κύπρος εν μέσω ενός πολέμου που μαίνεται έως και σήμερα;

Η στάση που τήρησε η Ελλάδα υπήρξε ισορροπημένη. Η κυβέρνηση προέβη σε έναν σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς και τον αθώο άμαχο παλαιστινιακό πληθυσμό που βιώνει μία ανθρωπιστική κρίση, ενώ παράλληλα επέδειξε ευαισθησία και στο ανθρωπιστικό ζήτημα των Ισραηλινών ομήρων. Σαφώς η Αθήνα φρόντισε να μην θέσει σε κίνδυνο τις καλές της σχέσεις με το Ισραήλ. Η παρουσίαση των πολεμικών εξελίξεων υπήρξε πλουραλιστική. Δεν έλειψαν βέβαια οι υπερβολές, αλλά θεωρώ ότι σε γενικές γραμμές η κάλυψη ήταν ισορροπημένη και έδωσε μία δίκαιη διάσταση των συγκρούσεων. Εκτιμώ ότι ο μέσος Έλληνας πολίτης, εάν θέλει πραγματικά να πληροφορηθεί σφαιρικά για τα τεκταινόμενα του πολέμου, έχει στην διάθεσή του μία μεγάλη ποικιλία ροής πληροφοριών, που θα τον καθιστούσαν πολύπλευρα ενήμερο. Αν συγκρίνουμε το σήμερα με παλαιότερες εποχές, η κάλυψη ενός τέτοιου πολέμου τότε, θα ήταν σίγουρα πιο μονοδιάστατη και περιοριστική σε σχέση με το τώρα. 

Σε διπλωματικό επίπεδο, η ελληνική πλευρά απέφυγε τις υπερβολές. Θεωρώ ότι η στάση της Ιρλανδίας, της Σλοβενίας ή και άλλων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προβούν σε μονομερείς αναγνωρίσεις ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, ενώ ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη και διατηρείτο η διχόνοια μεταξύ της διεθνώς αναγνωρισμένης Παλαιστινιακής Αρχής και της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαμάς, ήταν μία επιλογή παρακινδυνευμένη, η οποία -όπως έχει ήδη αποδειχθεί εκ των υστέρων- δεν συνέβαλε σε τίποτα ούτε ως προς τον τερματισμό του πολέμου, ούτε φυσικά στην καθαυτή επίλυση της αραβο-ισραηλινής διένεξης, μίας διένεξη η οποία θα πρέπει οπωσδήποτε να επιλυθεί με διάλογο και όχι με έξωθεν μονομερείς ενέργειες «χωρίς γυρισμό». Θεωρώ, μάλιστα, ότι οι αποφάσεις των κυβερνήσεων της Ιρλανδίας και της Σλοβενίας είχαν ως κύριο αποδέκτη την κοινή γνώμη των συγκεκριμένων χωρών.

Για αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι η αυτοσυγκράτηση που επέδειξε η Ελλάδα ήταν ορθή. Άλλωστε, όπως, για παράδειγμα, το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας ή ακόμα και το Κυπριακό, που μας αφορά και μας πονάει, δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν επειδή ένα Δουβλίνο ή μια Λιουμπλιάνα θα αποφάσιζαν να αναγνωρίσουν μία ανεξάρτητη Καταλονία ή ένα ανεξάρτητο παράνομο ψευδοκράτος, αντίστοιχα. Ας μην ξεχνούμε την γεωγραφική απόσταση των συγκεκριμένων δύο ευρωπαϊκών χωρών από τις εστίες του πολέμου. Άραγε, πόσοι σκεφτήκαμε πόσες ενδεχόμενα επικίνδυνες -ή και παράλογες- αναγωγές θα μπορούσαν ανεύθυνα να υποστηριχθούν στο μέλλον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ένα τέτοιο προηγούμενο; Το σκεφτήκαμε αυτό; 

Όσον αφορά την Κύπρο, αξίζει να επισημάνουμε ότι, προτού ακόμα συμπληρωθεί μία εβδομάδα από την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, είκοσι περίπου μέρες προτού αρχίσει η ισραηλινή χερσαία επιχείρηση στη Γάζα, η κυβέρνηση της Λευκωσίας είχε ήδη αρχίσει να κινείται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο για να τεθεί σε εφαρμογή το συντομότερο το «σχέδιο Αμάλθεια», προκειμένου να υπάρξει ο ανθρωπιστικός θαλάσσιος διάδρομος που θα ανακούφιζε τους αμάχους της Λωρίδας της Γάζας. Παράλληλα, η κυπριακή κυβέρνηση διατήρησε μία εξαιρετικά ισορροπημένη στάση ως προς το Ισραήλ, με το οποίο διατηρεί μία εξίσου σημαντική στρατηγική σχέση, χωρίς όμως να παραλείπει να επιδεικνύει εμπράκτως το ειλικρινές της ενδιαφέρον για την τύχη των Παλαιστινίων αμάχων. Όπως ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα, η ειδησεογραφική κάλυψη του πολέμου από τα κυπριακά μέσα ενημέρωσης ήταν πλουραλιστική -και αυτό είναι το υγιές. Και η στάση της κυπριακής διπλωματίας στάθηκε τίμια με την πραγματικότητα. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι οι σχέσεις της Κύπρου τόσο με το Ισραήλ, όσο και την παλαιστινιακή πολιτική ηγεσία, δεν διαταράχθηκαν και διατηρήθηκαν ομαλές από την πρώτη μέρα που άρχισε ο πόλεμος και μέχρι σήμερα. 

Καθώς οι εξελίξεις διαδέχονται η μία την άλλη, το σκηνικό παραμένει ρευστό και οι περιφερειακές ισορροπίες μεταβαλλόμενες, ποιος ο ρόλος της Ελλάδας από εδώ και στο εξής;

Το 2025 είναι μία χρονιά-σταθμός για την ελληνική διπλωματία. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στα μη-μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και οφείλει να παρακολουθεί στενότερα τις εξελίξεις. Η ιδιότητα αυτή μπορεί να δώσει χρήσιμα εργαλεία ανάληψης πρωτοβουλιών και η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα να επιλέξει τον χρόνο και τον τρόπο που θα τα αξιοποιήσει. Το Κυπριακό βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή και η Κύπρος βρίσκεται πολύ κοντά στις εστίες έντασης, τη στιγμή μάλιστα που η Τουρκία διευρύνει την επιρροή της σε σημεία-κλειδιά της Μέσης Ανατολής. Η ελληνική πυξίδα οφείλει να είναι προσανατολισμένη στα θέματα που την αφορούν άμεσα και μέσω αυτών να διαχειριστεί την πορεία των ποικίλων εστιών του πολέμου.

Φυσικά, η Ελλάδα δεν θα ερωτηθεί για τον τρόπο τερματισμού του πολέμου, ούτε είναι σε θέση να καθορίσει την πορεία του. Θα πρέπει επίσης να λάβει υπ' όψιν ότι, μαζί με αυτήν, άλλες χώρες που αποκτούν φέτος και εκείνες την ιδιότητα του μη-μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας, διατηρούν ειδικές σχέσεις με την Άγκυρα -όπως για παράδειγμα το Πακιστάν. Όποια κι αν θα είναι η τελική διευθέτηση στη Μέση Ανατολή -καθότι, ποτέ ένας πόλεμος δεν διαρκεί για πάντα- θα πρέπει οπωσδήποτε να μην αποτελέσει ένα δυσάρεστο πρόκριμα για την πορεία των εθνικών μας ζητημάτων και αιτημάτων. 

Αναμφίβολα, το ειδικό βάρος που έχουν αποκτήσει οι σχέσεις της Ελλάδας με το Ισραήλ μοιραία θα επηρεάσουν τις επιλογές της ελληνικής στάσης στον ΟΗΕ. Από την άλλη, η ιδιότητα του κράτους-μέλους της ΕΕ οφείλει να αφήνει το ανάλογο αποτύπωμα στις εκάστοτε ψηφοφορίες. Η επίλυση της αραβοϊσραηλινής διένεξης θα πρέπει να βασίζεται στην λύση των δύο κρατών για δύο έθνη που απέδειξαν πολλές φορές ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβιώσουν. Οι Συμφωνίες του Όσλο οφείλουν εκ των πραγμάτων να επικαιροποιηθούν και να προσαρμοσθούν στις νέες πραγματικότητες. Άγνωστο, ωστόσο, παραμένει εάν η δεύτερη θητεία του επανεκλεγέντος Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, θα επαναφέρει το σχέδιο που είχε προταθεί κατά την πρώτη θητεία του. Υπό τις παρούσες συνθήκες πάντως, είναι πράγματι πολύ νωρίς να προβλεφθεί ποιες θα είναι οι προθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη Μέση Ανατολή τον έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι μία πραγματικότητα που κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Κανείς δεν πρόκειται να ζητήσει από την Ελλάδα να αποφασίσει ποια ακριβώς θα πρέπει να είναι η «επόμενη μέρα» της μεταπολεμικής Μέσης Ανατολής. Αυτό, νομίζω, είναι απόλυτα κατανοητό.

Πιστεύω ότι το Κουρδικό θα αρχίσει να κερδίζει ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας. Παρά τις σκιές που δημιούργησε η σύλληψη Οτσαλάν -ένα γεγονός που ο κουρδικός παράγοντας δεν έχει ξεχάσει-, ίσως τώρα, υπό τις παρούσες συγκυρίες, να επανέρχεται μια, έστω, καθυστερημένη ευκαιρία εποικοδομητικής αποκατάστασης του παρελθόντος εκ μέρους της Αθήνας. Δεν αποκλείεται ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες να εξυπηρετηθούν από μία ελληνική καλή προαίρεση και με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα να φανεί χρήσιμη στην αποκατάσταση μίας ιστορικής εκκρεμότητας, από όποια πλευρά κι αν την δούμε. 

Και ως προς τη Λευκωσία;

Οι εστίες πολέμου βρίσκονται πολύ κοντά στην Κύπρο και, δυστυχώς, δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί αυτήν την εγγύτητα. Κατά την διάρκεια του 2024 αναπτύχθηκε ένας ζωηρός δημόσιος διάλογος κατά πόσον τελικά μία θεσμική διασύνδεσή της με το ΝΑΤΟ θα εξυπηρετήσει την επίλυση του εθνικού θέματος, που δεν είναι άλλο από το αίτημα της Κύπρου να επανενωθεί, να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στις εστίες τους και να απαλλαγεί από την τουρκική κατοχή. Η τάση αλλαγής συνόρων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι «δίκοπο μαχαίρι» για την Κύπρο. Η Τουρκία επιδιώκει πλέον ξεκάθαρα την λεγόμενη «λύση των δύο κρατών», προβάλλοντας αυτήν της την επιδίωξη μέσω ενός λανθασμένου ιστορικά παραλληλισμού με το Παλαιστινιακό πρόβλημα, για το οποίο η διεθνής κοινότητα έχει συμφωνήσει ότι η σύσταση «δύο κρατών» αποτελεί και την φράση-κλειδί για την επίλυσή του. Πρόκειται για ένα λογικό παιχνίδι, που συχνά μπερδεύει τις ξένες κυβερνήσεις και η χρόνια «επίφαση κανονικότητας» που παρατηρείται στις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής στην Κύπρο επιτείνει τις παρανοήσεις, σκόπιμες ή μη. 

Υπ’ αυτήν την έννοια, η κυπριακή διπλωματία οφείλει να βρίσκεται σε αδιάλειπτη επαφή με τους χειρισμούς της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας, υπό την ιδιότητά της ως μη-μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αναμφίβολα, κατά την διάρκεια του 2025, είναι απόλυτα σίγουρο ότι βασικές πτυχές του Παλαιστινιακού προβλήματος θα τεθούν στο τραπέζι. Υπάρχει ο κίνδυνος, ένας τυχόν λανθασμένος χειρισμός, μία λανθασμένη ή ομιχλώδης διατύπωση που θα αφορά το Παλαιστινιακό, να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα της Τουρκίας για να τύχει ανάλογης «διχοτομικής» εφαρμογής στην Κύπρο. Η μαγική λέξη «συντονισμός» μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, είναι η απάντηση.

Όσον αφορά τις καθαυτές εξελίξεις του πολέμου, η Λευκωσία είναι υποχρεωμένη να αναδεχθεί τις ευθύνες που της αναλογούν για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα - ένα ζήτημα που θα παραμένει επίκαιρο για πολύ καιρό, αφότου πλέον ο πόλεμος κάποτε θα έχει τερματιστεί. Η μοναδική γεωγραφική θέση της Κύπρου, θα της δίνει πάντοτε το πλεονέκτημα ενός ειδικού ρόλου, που οφείλει να τον αξιοποιεί στο έπακρον - και μέσω αυτού, να κερδίζει φιλίες, αλλά και ανταλλάγματα. Αυτή τη στιγμή, η Κύπρος αποτελεί νησίδα ηρεμίας σε μία φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ναι, θεωρώ πως μία ειδική σχέση με το ΝΑΤΟ, που όμως δεν θα την υποχρεώνει να απομονώνεται με θεσμικά στεγανά έναντι του ρωσικού οικονομικού παράγοντα, θα αποβεί προς όφελός της. Άλλωστε, αν κρίνουμε από την οικονομιστική θεώρηση της πρώτης θητείας του προέδρου Τραμπ, ένας τέτοιος ιδιαίτερος συνδυασμός ισορροπιών θα τύχει της κατανόησης της Ουάσινγκτον, υπό κάποιες προϋποθέσεις φυσικά. Νομίζω πως η Λευκωσία οφείλει να καταθέσει ευρηματικές προτάσεις και ως προς αυτό το θέμα. 

Οι σχέσεις της Κύπρου με το Ισραήλ είναι σημαντικές και οφείλουν να διατηρηθούν. Από την άλλη, υπάρχει ο Λίβανος, ο οποίος, μετά την εκλογή του νέου του προέδρου (ο οποίος, μάλιστα, φέρεται να ήταν ο εκλεκτός υποψήφιος των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου), θα πρέπει οπωσδήποτε να διαφυλαχθεί από μία τουρκική επιρροή, ανάλογη με αυτήν που σημειώνεται στη λεγόμενη «νέα Συρία». Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να πράξει το παν, ώστε ο Λίβανος να ενταχθεί ομαλά στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, να καταστεί μέλος του Φόρουμ Φυσικού Αερίου που εδρεύει στο Κάιρο, να επιλύσει την εκκρεμότητα της οριοθέτησης των ορίων της ΑΟΖ του με την αντίστοιχη ΑΟΖ της Κύπρου και να βοηθηθεί ώστε να προχωρήσει το ενεργειακό του πρόγραμμα, που αποτελεί την μοναδική διέξοδο για την οικονομική του επιβίωση. Η Κύπρος μπορεί να προσφέρει πολλά σε αυτό, τόσο σε διμερές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο - και αυτό το γνωρίζει καλά και ο Λίβανος. Η αποδυνάμωση της επιρροής της Χεζμπολάχ ας ελπίσουμε ότι θα αποτελέσει την αφορμή για την απαρχή ενός νέου κεφαλαίου στην Ιστορία της πολύπαθης αυτής μικρής, αλλά τόσο σημαντικής, χώρας. Όμως, η πορεία της μοίρας του Λιβάνου εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την νέα του ηγεσία και όχι από την Κύπρο. 

Κλείνοντας, όπως ξεκινήσαμε, με την μετά-Άσαντ Συρία, εάν οι τουρκικές επιδιώξεις επαληθευτούν και η Άγκυρα αποκτήσει μεγαλύτερα ερείσματα στον διεθνή περίγυρό της, τότε τι μέλλει γενέσθαι;

Με την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ που επέφερε την επέκταση της τουρκικής επιρροής στην Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει δημιουργηθεί μία κατάσταση ανισορροπίας. Δεν είναι η πρώτη φορά που σημειώνεται αυτό το φαινόμενο στην περιοχή μας. 

Εμένα μου αρέσει η Ιστορία και μου αρέσει να εντοπίζω ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. 

Γι’ αυτό και θέλω να σας μεταφέρω στο μακρινό 1958

Θα σας περιγράψω τα γεγονότα χωρίς σχόλια. Πιστεύω ότι εσείς, αλλά και όσοι διαβάσουν τη συζήτησή μας, θα εντοπίσουν τις ομοιότητες και τις διαφορές με το σήμερα. 

Τον Φεβρουάριο, λοιπόν, του 1958, ο τότε ηγέτης της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, πραγματοποίησε το πρώτο βήμα του οράματός του να συσταθεί ένα εθνικό παναραβικό κράτος υπό την ηγεσία του. Συνέστησε την «Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία», που προέκυψε από την «ένωση» της Αιγύπτου με τη Συρία. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, στην πραγματικότητα, το νασερικό καθεστώς κυριάρχησε επί των κέντρων λήψεως αποφάσεων της μέχρι πρότινος ανεξάρτητης Συρίας. Σε επίπεδο συνόρων, η «ένωση» Αιγύπτου και Συρίας είχε ως αποτέλεσμα, το Ισραήλ να βρεθεί εν μία νυκτί να συνορεύει νοτίως με την «Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία» (πρώην Αίγυπτο) και βορείως με την ίδια «Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (πρώην Συρία, η οποία κατέστη μία «δεύτερη Αίγυπτος» που και αυτή διοικείτο από τον Νάσερ). Αυτή η εξέλιξη ήταν το πρώτο στάδιο του σχεδίου «περικύκλωσης» της ισραηλινής επικράτειας από τα υπόλοιπα «κομμάτια του παζλ» που θα συνενώνονταν για να συναποτελέσουν όλα μαζί μία μεγαλύτερη, διευρυμένη «Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία» υπό την ηγεσία του νασερικού Καΐρου. 

Όμως, αυτή η δημιουργία του «πρώτου», «αρχικού πυρήνα» της «Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας», προβλημάτισε τα υποψιασμένα «υποψήφια κομμάτια του παναραβικού παζλ», τα οποία δεν ήταν άλλα από την φιλοδυτική Ιορδανία, τον φιλοδυτικό Λίβανο και την φιλοδυτική τότε μοναρχία του Ιράκ. Δεν πέρασε πολύς καιρός και το φαινόμενο της «αντίθετης συσπείρωσης» εκδηλώθηκε δύο εβδομάδες μετά την «ένωση Αιγύπτου-Συρίας» όταν οι φιλοδυτικές χασεμιτικές μοναρχίες της Ιορδανίας και του Ιράκ αποφάσισαν να συστήσουν την δική τους «ένωση», την οποίαν και ονόμασαν «Αραβική Ομοσπονδία». Αυτή η «Αραβική Ομοσπονδία» όμως δεν μακροημέρευσε. Προέκυψε ένα φιλοσοβιετικό πραξικόπημα που ανέτρεψε την ιρακινή μοναρχία και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, η «Αραβική Ομοσπονδία» διαλύθηκε, αποτελώντας μέχρι τις μέρες μας το πιο βραχύβιο κράτος της σύγχρονης Μέσης Ανατολής. 

Όμως οι εξελίξεις του 1958 δεν σταμάτησαν εδώ. Το καλοκαίρι της χρονιάς εκείνης, φιλονασερικά αντικυβερνητικά κινήματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους στον Λίβανο και στην Ιορδανία με στόχο να ανατρέψουν τα φιλοδυτικές τους ηγεσίες. Στόχος των Νασεριστών ήταν να ενταχθεί τόσο ο Λίβανος όσο και η Ιορδανία στον «εθνικό αραβικό κορμό» της «Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας», ακολουθώντας το παράδειγμα της «ένωσης» της Συρίας με το Κάιρο υπό την ηγεσία του εμπνευστή του παναραβισμού, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. 

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Δύση παρακολουθούσε αμήχανη, αλλά με τεταμένη προσοχή, την σταδιακή πραγμάτωση του νασερικού παναραβισμού. 

Ωστόσο, ήταν η ίδια Δύση που δύο χρόνια νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1956, είχε καταδικάσει την κοινή στρατιωτική επίθεση της Βρετανίας, της Γαλλίας και του Ισραήλ κατά της νασερικής Αιγύπτου, όταν είχε σημειωθεί η Κρίση του Σουέζ. Παρότι ήταν λογικό και επόμενο, η ΕΣΣΔ να καταδικάσει μία δυτική συντονισμένη επίθεση με στόχο την «ουδετερόφιλη» Αίγυπτο, την κοινή βρετανογαλλοϊσραηλινή επίθεση καταδίκασαν και οι ΗΠΑ, επειδή η Ουάσινγκτον φοβήθηκε μήπως η νασερική Αίγυπτος «πέσει» στην αγκαλιά της Μόσχας και -μαζί με αυτήν- η Διώρυγα του Σουέζ, που είχε στρατηγική αξία για την παγκόσμια ναυσιπλοΐα και την απρόσκοπτη διακίνηση των αγαθών. Έτσι, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ καταδίκασαν από κοινού την Βρετανία, την Γαλλία και το Ισραήλ, με αποτέλεσμα ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ να αυξήσει το γόητρό του σε διεθνές, αλλά κυρίως, σε παναραβικό επίπεδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, δύο χρόνια αργότερα, το 1958, να αισθάνεται τόσο δυνατός, ώστε να θέσει σε εφαρμογή το παναραβικό του όραμα, που το ονομάτισε «Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία». Ήταν, όμως, κάτι που η Δύση δεν ήθελε, επειδή θα δημιουργούσε συνθήκες στρατηγικής ανισορροπίας στην περιοχή, καθιστώντας εκάστοτε ηγέτη της «Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας» -εάν αποφάσιζε να μην τηρήσει τους κανόνες διεθνούς ναυσιπλοΐας- να καθορίζει ποιών κρατών τα πλοία θα είχαν την δυνατότητα να διασχίζουν την Διώρυγα του Σουέζ, 

Όταν το καλοκαίρι του 1958 η πολιτική ηγεσία του Λιβάνου κινδύνευσε να χάσει την εξουσία από υποστηρικτές του νασερισμού, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να επέμβουν στρατιωτικά για να διατηρήσουν την φιλοδυτική κυβέρνηση της χώρας. Την ίδια ακριβώς περίοδο, εκτυλίσσονταν αντίστοιχες εξελίξεις στην Ιορδανία, με αποτέλεσμα η Βρετανία να μεταφέρει με μεταγωγικά αεροπλάνα στην Ιορδανία ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις από τις βάσεις της στην Κύπρο για να διατηρήσει στην εξουσία την φιλοδυτική ιορδανική μοναρχία, η οποία διακυβερνά τη χώρα μέχρι και σήμερα. 

Με αυτόν τον επεισοδιακό τρόπο, και κυριολεκτικά «στο παρά πέντε», ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το σχέδιο επέκτασης της «Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας», προσθέτοντας στις επαρχίες της τον Λίβανο και την Ιορδανία. Εάν θα συνέβαινε αυτό, τότε το Ισραήλ θα συνόρευε απ' άκρη σ’ άκρη των χερσαίων συνόρων του με την ενιαία «Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία» με αποτέλεσμα, οποτεδήποτε ο ηγέτης της Αιγύπτου θα έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή, θα συντόνιζε παράλληλες χερσαίες προελάσεις από την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τη Συρία και τον Λίβανο. 

Το πολεμικό αυτό σενάριο του Νάσερ, παρότι φαίνεται πως είχε σχεδιαστεί με κάθε λεπτομέρεια, τελικά δεν εφαρμόσθηκε στην πράξη. Ωστόσο, η αποτροπή του κατέδειξε πόσο εύθραυστη αποδείχθηκε εκ των υστέρων η ισραηλινή κρατική οντότητα. Η ισραηλινή πολιτική ηγεσία υπό τον Δαυίδ Μπεν Γκουριόν θορυβήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο. Παράλληλα όμως, το ενδεχόμενο της επέκτασης του νασερισμού στην περιοχή, θορύβησε και την Τουρκία για τους δικούς της διαφορετικούς λόγους. Συγκεκριμένα, η ανατροπή της φιλοβρετανικής μοναρχίας του Ιράκ, ουσιαστικά στέρησε τον ρόλο του «δυτικού τοποτηρητή» της Μέσης Ανατολής, που η Δύση (και ειδικότερα, η Βρετανία) είχε ήδη αναθέσει στην κεμαλική Τουρκία, δια της σύστασης του Συμφώνου της Βαγδάτης, το οποίο εν τω μεταξύ είχε αποτελέσει παρελθόν. 

Έτσι, και ενώ οι διπλωματικές σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ είχαν υποβαθμιστεί με αφορμή την Κρίση του Σουέζ του 1956, ακριβώς δύο χρόνια αργότερα, το 1958, οι δύο αυτές χώρες, διαισθανόμενες ότι αυτά που τις συνδέουν είναι πολύ περισσότερα από όσα που τις χωρίζουν, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μία στροφή 180 μοιρών και να ανανεώσουν απότομα τις διμερείς τους σχέσεις. Τον Αύγουστο του 1958 οι πρωθυπουργοί της Τουρκίας και του Ισραήλ, Μπεν Γκουριόν και Μεντερές, συναντήθηκαν υπό άκρα μυστικότητα στην Άγκυρα. Έκτοτε και για πολλές δεκαετίες, Τουρκία και Ισραήλ, παρότι απέφευγαν να εξομαλύνουν επίσημα τις διπλωματικές τους σχέσεις, συνεργάστηκαν στενά -αλλά παρασκηνιακά- για έναν μακρύ κατάλογο περιφερειακών ζητημάτων, πολλές πτυχές των οποίων παραμένουν άγνωστες μέχρι σήμερα. Αυτό τουλάχιστον καταδεικνύεται από σχετικά έγγραφα που παραμένουν μέχρι τις μέρες απόρρητα από το Κρατικό Αρχείο του Ισραήλ. Ένα από τα λεπτά ζητήματα που διαχειρίστηκαν οι δύο αυτές χώρες, ήταν και το Κυπριακό ζήτημα, που εκείνη τη χρονιά διένυε μία κρίσιμη καμπή της εξέλιξής του. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, που δεν αφορά τη συζήτησή μας. 

Πού μας παραπέμπει η εξιστόρησή σας; Ποια είναι ακριβώς η διασύνδεση του μακρινού 1958 με το σημερινό 2025; 

Κατ’ αρχήν, καθένας μπορεί να εξάγει από αυτήν την σύντομη ιστορική εξιστόρηση ποικίλα συμπεράσματα, με βασικό κριτήριο τις δικές του ιδεολογικές του καταβολές. Άλλωστε, τα ιστορικά γεγονότα δεν ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο. Αυτή είναι και η μαγεία της καταγραφής των γεγονότων.

Κατά την δική μου άποψη, η ιστορική αναλογία όσων συνέβησαν το μακρινό εκείνο 1958 σε σχέση με όσα διαδραματίζονται σήμερα στην περιοχή μας, συνίσταται στο εξής συμπέρασμα: Η επιβολή, ή έστω η απόπειρα επιβολής περιφερειακών ανισορροπιών, μοιραία δημιουργεί αντίρροπες συσπειρώσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κράτη που αισθάνονται ανασφαλή, έρχεται κάποτε το πλήρωμα του χρόνου, οπότε και εν τέλει αναγκάζονται να πραγματοποιήσουν υπερβάσεις, τις οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, είτε δεν θα σκέφτονταν, είτε, κυρίως, δεν θα τολμούσαν να εφαρμόσουν. 

Διαβάστε Περισσότερα