Η «αφανής» Έμιλυ Ντίκινσον και το σημερινό εγώ

Η «αφανής» Έμιλυ Ντίκινσον και το σημερινό εγώ

«Αν διαβάσω ένα βιβλίο [και] κάνει το σώμα μου να παγώσει τόσο πολύ ώστε καμιά φωτιά να μη μπορεί να το ζεστάνει, τότε ξέρω πώς αυτό είναι ποίηση. Αν νιώσω το κεφάλι μου να φεύγει, τότε ξέρω πως αυτό είναι ποίηση. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που την αναγνωρίζω. Υπάρχει κι άλλος;» διερωτάται η Αμερικανίδα ποιήτρια, Έμιλυ Ντίκινσον (1830-1886), σε μία από τις επιστολές της, στις οποίες κατέθεσε σιωπηλά τις θέσεις και τα νιώθω της.

«Σιωπηλά» καθώς, ενόσω ζούσε, επιδόθηκε στην τέχνη της ποιητικής γραφής. Και παρότι τα ποιήματα που είχε γράψει ήταν περισσότερα από 1789, είχε προβεί στη δημοσίευση μόλις δέκα καθώς και μίας επιστολής, δίχως, ωστόσο, το όνομά της να εμφανιστεί σε κάποια από εκείνες τις 11 δημοσιεύσεις. Κάπως έτσι, η Ντίκινσον παρέμεινε «αφανής» στο ποιητικό στερέωμα, όσο ζούσε, καταλαμβάνοντας όμως σήμερα, μία θέση στους πιο αναγνωρισμένους και αντιπροσωπευτικούς ποιητές του 19ου αιώνα.

Ανακαλούμε την Έμιλυ Ντίκινσον καθώς τον μήνα που διανύουμε (Δεκέμβριος), συμπληρώθηκαν 194 χρόνια από τη γέννησή της, και η ποιητική διαδικασία είναι μία διαδικασία τοκετού, τα δε ποιήματα «παιδιά» του δημιουργού. Μία από τις πιο μοναχικές και προκαλούσες πόνο μορφή τέχνης η Ποίηση, κι η Ντίκινσον είχε επιδοθεί στη μοναχική διαδικασία μην κάνοντας παρά ελάχιστες εξόδους από την οικία της, στο Άμερστ της Μασαχουσέτης. «Μεγάλο μέρος της γραφής της, τόσο της ποιητικής όσο και της επιστολικής, φαίνεται να βασίζεται σε ένα αίσθημα εγκατάλειψης και σε μια αντίστοιχη προσπάθεια να αρνηθεί, να ξεπεράσει ή να προβληματιστεί σχετικά με την αίσθηση της μοναξιάς», σημειώνεται σχετικά στη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια Britannica.

Ωστόσο, η ομορφιά δεν έλειψε από τη ζωή της, η ποιητική δημιουργία, εξάλλου, είναι απόδειξη ζωής. «Βρίσκω έκσταση στη ζωή – η χαρά του να ζεις από μόνη της φτάνει» είχε σημειώσει, ενώ –μεταξύ άλλων– είχε διερωτηθεί για τη ζωή και τους άλλους: «Πώς ζουν οι περισσότεροι χωρίς να σκέφτονται διόλου; Τόσοι πολλοί ζουν στον κόσμο –το διαπιστώνεις στον δρόμο– πώς ζουν; Πού βρίσκουν τη δύναμη να ντυθούν το πρωί;».

Έμιλυ Ντίκινσον, δαγκεροτυπία. Πηγή φωτ.: Wikipedia/ Creative Commons

Απαύγασμα αλήθειας και βλέμματός της οι λέξεις που «ξάπλωσε» στα ποιήματα και τις επιστολές της. Δεν είχε παραλείψει να υπογραμμίσει την αξία της αλήθειας· «η αλήθεια είναι τόσο σπάνια που είναι απολαυστικό να την λες», είχε γράψει, καταθέτοντας επίσης τη δική της αλήθεια για την ανωνυμία στις μόλις 11 δημοσιεύσεις που είχε κάνει. «Αν μου ανήκε η φήμη, δεν θα μπορούσα να της διαφύγω – αν όχι, κι η μεγαλύτερη μέρα δεν θα μου έφτανε για το κυνήγι της – κι η επιδοκιμασία του Σκύλου μου, θα με εγκατέλειπε – έτσι – Η θέση μου στο Ξυπόλητο Τάγμα είναι καλύτερη», είχε υπογραμμίσει.

Αφοσιωμένη στις προσωπικές της ασχολίες, είχε στείλει εκατοντάδες ποιήματα σε φίλους, ενώ κρατούσε τον μεγαλύτερο αριθμό για τον εαυτό της. Διότι η Ποίηση είναι τέχνη ειλικρινής, τα ποιήματα ο καθρέφτης εκείνου που τα συνθέτει, κι η εύθραυστη ψυχή του δημιουργού πασχίζει να απαλύνει τις ρωγμές της. Η δημοσίευση είναι μία μορφή έκθεσης, και το ποιητικό υποκείμενο επιθυμεί πρωτίστως να είναι σίγουρο και να νιώθει ασφαλές για την όποια δημοσιοποίηση.

Η ποιητική στάση της Ντίκινσον σχετικά με αυτό υποδηλώνει τη σεμνότητά της και αντίκειται στον εγωκεντρικό που ενίοτε αποτελεί όχημα επάνω στο οποίο πορεύεται μέρος της κοινότητας των καλλιτεχνών (καθώς και μη καλλιτεχνών) ειδεμή σε μία εποχή σαν τη σημερινή – αυτοπροβολής.

«Σε μια εποχή που το πάθος αυτοπροβολής και ο ολίσθηση στην εύκολη φήμη είναι στάση ζωής των απανταχού συγγραφέων, το απορημένο πνεύμα της Έμιλι, που ''’δεν άντεχ[ε] να ζήσ[ει] φωναχτά'' (''could not bear to live – aloud'' - στ. 12 από το ''I was the slightest in the House'': Fr 473/ ξ486), σα να έρχεται από το επέκεινα για να μας αντιπροτείνει την ταπεινότητα και την ευγένεια. Σα να μας εμφανίζει την κιβωτό της, με όλα της τα διαφορετικά πλάσματα, και να μας αφηγείται τις απόκοσμες ιστορίες τους λακωνικά και μαγικά. Ας υπακούσουμε: ''Προς τα εκεί σας πλοηγώ - /Η στεριά! Ω! Η Αιωνιότης! / Επιτέλους επί της ακτής!''», όπως αναφέρει η ποιήτρια και καθηγήτρια της Αμερικανικής Λογοτεχνίας, Λιάνα Σακελλίου, στο «Αντίο προλόγου» της έκδοσης «Emily Dikinson, Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά. Ποιήματα και Επιστολές».

Πηγή φωτ.: Εκδόσεις Gutenberg/ dardanosnet.gr/

Η έκδοση κυκλοφορεί από τον «Gutenberg» σε εισαγωγική μελέτη και επιμέλεια της Λιάνας Σακελλίου, μετάφραση της ίδιας από κοινού με τις Άννα Γρίβα και Φρόσω Μαντά.

Κεντρική φωτ.: Απεικόνιση της ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον, το 1848. Πηγή φωτ.: Facebook/ Emily Dickinson