Η βασική αρχή του δανεισμού από την πλευρά του δανειολήπτη είναι σχετικά απλή. Για κάθε 1 ευρώ δανείου που λαμβάνει, θα πρέπει να παράγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, το οποίο στο τέλος της ημέρας να του επιτρέπει να καλύπτει το κεφάλαιο του δανείου, δηλαδή το 1 ευρώ που δανείστηκε, το κόστος του δανείου, δηλαδή τους τόκους, για παράδειγμα τα 7 λεπτά που αντιστοιχούν σε ένα επιτόκιο της τάξης του 7% και να του αφήνει ένα σεβαστό κέρδος που να αξίζει το ρίσκο που συνοδεύει τη λήψη ενός δανείου. Αφού, σε περίπτωση που δεν τα καταφέρει, ο δανειολήπτης θα απωλέσει την εγγύηση που έχει προσφέρει στην τράπεζα.
Δυστυχώς, αυτή η βασική αρχή δεν φαίνεται να ισχύσει στην περίπτωση των εκδόσεων κρατικού χρέους. Σε τέτοιο βαθμό, που η εγγύηση του Δημοσίου, δεν λέει πλέον απολύτως τίποτα στους δανειστές. Θυμόμαστε παλαιότερα στη χώρα μας, την έννοια της «εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου», η οποία συχνά συνόδευε ομολογιακές εκδόσεις ή άλλες δανειοδοτήσεις, προσφέροντας σιγουριά και ασφάλεια στους επενδυτές. Αφού, εάν «έσκαγε» το δάνειο, ή δεν αποπληρωνόταν η ομολογιακή έκδοση, τότε το κόστος αυτής της χρηματοοικονομικής εκτροπής το επωμίζονταν οι φορολογούμενοι.
Οι σκέψεις αυτές επανέρχονται συχνά - πυκνά στο μυαλό μας κάθε φορά που ακούμε ότι η λύση σε κάθε πρόβλημα είναι η νέα έκδοση δανείου, δηλαδή ουσιαστικά η αύξηση του Χρέους. Θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σε Ευρωπαϊκό επίπεδο τις επιπτώσεις από τον covid; Ας εκδώσουμε ομόλογα ανάπτυξης. Θέλουμε να αυξήσουμε τις στρατιωτικές δαπάνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ας εκδώσουμε αμυντικά ομόλογα. Θέλουμε να προσφέρουμε ώθηση στην πράσινη μετάβαση; Ας εκδώσουμε πράσινα ομόλογα. Και πάει λέγοντας.
Η ερώτηση του πλέον αδαούς πολίτη είναι, η ακόλουθη. Πώς θα πληρωθούν πίσω αυτά τα δάνεια; Τα έσοδα από τα ομόλογα ανάπτυξης, θα δώσουν τέτοια ώθηση στην οικονομία που θα επιτρέψει την απρόσκοπτη αποπληρωμή τους και θα αφήσει ένα θετικό αναπτυξιακό πρόσημο; Θα υπάρξει κάποιο κέρδος για τα κράτη από τις στρατιωτικές δαπάνες, που θα καλυφθούν από την έκδοση των αμυντικών ομολόγων; Θα αφήσει η πράσινη μετάβαση τόσα κέρδη που να καλύπτουν τα κεφάλαια και τους τόκους των ομολόγων και να αφήνουν κάποιο πλεόνασμα και για τα κρατικά ταμεία;
Όμως δεν είναι έτσι. Ο δανεισμός των κρατών τις περισσότερες φορές καλύπτει δαπάνες του κράτους και όχι αναπτυξιακούς σκοπούς. Κλείνει «τρύπες» στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Καλύπτει ελλείμματα. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ούτε τα κράτη λειτουργούν ως κλασσικοί δανειολήπτες, αλλά ούτε και οι πιστωτές λειτουργούν ως κλασσικοί δανειστές.
Σύμφωνα με τη λογική του άμετρου κρατικού δανεισμού, τα «λεφτά πέφτουν ξανά πίσω στην οικονομία». Αυτό είναι εν μέρει ορθό. Καθώς το παράδειγμα των τελευταίων ετών δείχνει ότι τα «λεφτά» της ποσοτικής χαλάρωσης και του υπέρμετρου δανεισμού δεν επέστρεψαν στην πραγματική οικονομία, αλλά αντιθέτως κατέληξαν στις χρηματιστηριακές αγορές και στο κυνήγι των υπεραξιών. Σε σημείο που αυτή η κίνηση να έχει προκαλέσει εθιστικές τάσεις.
Ουδείς ενοχλείται για τη διόγκωση των κρατικών χρεών. Λες κι αυτό είναι κάτι λογικό και βιώσιμο. Σε πρόσφατο άρθρο στους Financial Times γινόταν αναφορά στο παράδοξο του αμερικανικού χρέους. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο, χρειάζονται πλέον σχεδόν $2 νέου κρατικού χρέους για να παραχθεί ένα επιπλέον $1 ανάπτυξης του αμερικανικού Ακαθάριστού Εθνικού Προϊόντος. Είναι η αναλογία αυτή βιώσιμη; Ασφαλώς και όχι. Τότε γιατί οι επενδυτές εμπιστεύονται και δανειοδοτούν τις ΗΠΑ; Διότι οι ΗΠΑ παραμένουν η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, η μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αγορά και φυσικά η εκδότρια του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Με δεδομένο επίσης ότι οι ΗΠΑ παραμένουν σήμερα η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη του πλανήτη, η κοιτίδα της έρευνας και της καινοτομίας και η παγκόσμια πανεπιστημιακή Μέκκα, οι επενδυτές αισθάνονται ασφαλείς δανείζοντας το Αμερικανικό Δημόσιο. Δανείζουν τις ΗΠΑ, διότι δεν έχουν κάπου καλύτερα να πάνε. Το ίδιο που συμβαίνει με τις μετοχές. Όλοι οι ισχυροί επενδυτές, τοποθετούνται στη Wall Street. Κι ας είναι ακριβές και απαιτητικές οι αποτιμήσεις των εισηγμένων εταιρειών.
Μέσα στο 2025 θα φανεί σε μεγάλο βαθμό αν το Αμερικανικό Δημόσιο θα συνεχίσει να δανειοδοτείται απρόσκοπτα από τις αγορές και αν η Wall Street θα συνεχίσει τις υπερπτήσεις της, και με τι κόστος. Παράλληλα, το 2025 θα φανεί κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση θα βρει πόρους για να δανειοδοτήσει τις αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες, την ψηφιακή καινοτομία και την πράσινη μετάβαση.