Ο εμπορικός πόλεμος που αλλάζει τον κόσμο - Οι συνέπειες για την Ευρώπη
Shutterstock
Shutterstock

Ο εμπορικός πόλεμος που αλλάζει τον κόσμο - Οι συνέπειες για την Ευρώπη

Βλέπετε, ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα δύσκολα θα τελειώσει με την υποχώρηση ενός εκ των δύο. Οι επιλογές στην ουσία είναι μόνο δύο: είτε ένας συμβιβασμός, είτε μια κλιμάκωση που θα οδηγήσει σε πλήρη οικονομική απομόνωση.

Ένα πολύ μεγάλο μέρος της ευημερίας των δυτικών κοινωνιών τις τελευταίες δεκαετίες οφειλόταν στα φθηνά ασιατικά χέρια. Η παγκοσμιοποίηση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του εμπορίου και την πτώση των τιμών, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό στις εγχώριες αγορές προϊόντων, κεφαλαίου και εργασίας, καθώς και μεταξύ χωρών με διαφορετικές εμπορικές και επενδυτικές στρατηγικές.

Οι μέρες όμως του ελεύθερου εμπορίου φαίνεται ότι έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, κάτι που όλοι έχουμε αντιληφθεί, καθώς καλούμαστε να διαχειριστούμε ένα ολοένα και μεγαλύτερο κόστος ζωής. 

Εάν ο Πρόεδρος Τραμπ προχωρήσει πράγματι στους επιπρόσθετους δασμούς έως και 60% στην Κίνα και 10%-20% σε όλους τους εμπορικούς εταίρους μόλις αναλάβει εκ νέου επίσημα τα καθήκοντά του, τότε θα δώσει το τελειωτικό χτύπημα σε αυτό που αποκαλούμε ελεύθερο εμπόριο.

Το τέλος της εμπορικής σύγκρουσης που έχει ήδη ξεκινήσει από την πρώτη θητεία του Ντόναλτ Τραμπ είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Βλέπετε, ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα δύσκολα θα τελειώσει με την υποχώρηση ενός εκ των δύο. Οι επιλογές στην ουσία είναι μόνο δύο: είτε ένας συμβιβασμός είτε μια κλιμάκωση που θα οδηγήσει σε πλήρη οικονομική απομόνωση.

Καμία οικονομία όμως δεν συμφέρει κάποια από τις παραπάνω επιλογές, ούτε καν τις ΗΠΑ. Βλέπετε, οι ΗΠΑ παραμένουν μια ανοικτή οικονομία, άρρηκτα συνδεδεμένη με τον υπόλοιπο κόσμο. 

Σύμφωνα με έρευνα του Βloomberg πέρυσι, περίπου 41 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ συνδέονται με το διεθνές εμπόριο, ενώ την ίδια στιγμή, οι μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες παράγουν περισσότερο από το 40% των εσόδων τους στο εξωτερικό. Στον τομέα της τεχνολογίας, το ποσοστό αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερο καθώς φτάνει ακόμη και το 60%.

Τα νούμερα αυτά οδηγούν στο ερώτημα: H οικονομική απειλή της ανόδου της Κίνας παραμένει πράγματι τόσο μεγάλη όσο πιστεύει ο Ντόναλτ Τραμπ;

Eιδικά τώρα, που οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Κίνα έχουν υποχωρήσει και το παγκόσμιο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας έχει μειωθεί απότομα;

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παρατηρεί ότι το παγκόσμιο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας δεν αποτελεί πλέον την κύρια πηγή των παγκόσμιων ανισορροπιών, ενώ την ίδια στιγμή αναμένει ότι το ΑΕΠ της Κίνας θα αυξηθεί μόνο κατά 3-4% τα επόμενα πέντε χρόνια, ήτοι μόλις 1,5% ταχύτερα από αυτό των ΗΠΑ. 

Η διαφορά αυτή μάλιστα αναμένεται να μειωθεί ακόμα περισσότερο στο μέλλον, καθώς ο πληθυσμός της Κίνας γερνάει γρήγορα - η πολιτική του ενός παιδιού είχε εν τέλει τεράστιο ρίσκο - και αναμένεται ότι θα συρρικνωθεί κατά 100 εκατομμύρια έως το 2050 και κατά 600 εκατομμύρια έως το 2100. 

Οι αριθμοί αυτοί υποδεικνύουν ότι το Πεκίνο ενδέχεται να μην επιτύχει ποτέ σημαντικό οικονομικό προβάδισμα έναντι των ΗΠΑ, ενώ ας μην ξεχνάμε ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Κίνα, προσαρμοσμένο ως προς την αγοραστική δύναμη, εξακολουθεί να είναι μόνο το ένα τρίτο, σε σχέση με τις ΗΠΑ.

Μια πλήρης αποσύνδεση, λοιπόν, από την Κίνα, όπως επιθυμεί ο Ντόναλτ Τραμπ, όχι μόνο δεν θα είχε να προσφέρει πολλά στο οικονομικό προβάδισμα των ΗΠΑ, αλλά θα αποσάθρωνε πλήρως τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής, προκαλώντας τεράστιο οικονομικό κόστος. 

Ακόμα πιο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι ένας εκτεταμένος εμπορικός πόλεμος θα τινάξει στον αέρα κάθε πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των μεγαλύτερων παραγωγών CO2 στον κόσμο, εξέλιξη η οποία ίσως είναι και η πιο επικίνδυνη, δεδομένης της τροπής που έχει πάρει ο ρυθμός της κλιματικής αλλαγής.

Εμπορικά και στρατιωτικά μπλοκ

Πέραν όμως της συνεργασίας για το κλίμα, η κλιμάκωση της εμπορικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας έχει αρχίσει να ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά μιας ευρύτερης αντιπαράθεσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κάτι που ήδη έχει αρχίσει να χωρίζει τον κόσμο μας σε δύο μπλοκ, όχι μόνο εμπορικά αλλά και στρατιωτικά! 

Η αλήθεια είναι ότι οι εμπορικές διαφορές ενισχύουν τις διεθνείς εντάσεις. Το παλιό ρητό «αν δεν διασχίζουν τα σύνορα τα αγαθά, τότε θα τα διασχίσουν οι στρατοί» αρχίζει να μετουσιώνεται στον νέο μαύρο κύκνο της δεκαετίας που διανύουμε.  

Αρκεί να δει κανείς πώς έχουν εκτοξευτεί οι προϋπολογισμοί για την άμυνα ανά κράτος για να κατανοήσει ότι διανύουμε μια νέα εποχή «Ψυχρού Πολέμου», με το διακύβευμα να είναι η επικράτηση σε κρίσιμους τεχνολογικούς τομείς, κάτι που θα κρίνει τελικά και τις παγκόσμιες ισορροπίες σε βάθος πολλών δεκαετιών.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το ρίσκο μιας σύγκρουσης στην Ταϊβάν και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας ανεβαίνει ολοένα και περισσότερο και αποτελεί τον νούμερο έναν κίνδυνο για τα αμέσως επόμενα πέντε έτη.  

Βλέπετε, η Ταϊβάν παραμένει η παγκόσμια υπερδύναμη στους νέους προηγμένους ημιαγωγούς που τροφοδοτούν το νέο άλμα στις αναδυόμενες τεχνολογίες της κβαντικής πληροφορικής, της Τεχνητής Νοημοσύνης, της αυτόνομης οδήγησης και των 5G τηλεπικοινωνιών.

Η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company εξακολουθεί να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής εξελιγμένων μικροτσίπ, κάτι που την καθιστά πολύτιμο εταίρο για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ και την ίδια στιγμή διαφιλονικούμενο έδαφος για την Κίνα. Η τελευταία, μέσω της επανένωσης της Ταϊβάν με το Πεκίνο, στην ουσία επιθυμεί την απρόσκοπτη πρόσβασή της στη βιομηχανία ημιαγωγών της Ταϊβάν, προκειμένου να εκπληρώσει τον μακροπρόθεσμο οικονομικό μετασχηματισμό της.

Για τις ΗΠΑ, βέβαια, μια τέτοια προοπτική είναι ανεπίτρεπτη, καθώς στην ουσία θα έδινε πρόσβαση στην Κίνα σε αμερικανική τεχνολογία, καθώς τις προηγούμενες δεκαετίες οι ΗΠΑ προκειμένου να εξασφαλίσουν παραγωγή με χαμηλό κόστος, πέρασαν σημαντική τεχνογνωσία στην Ταϊβάν.

Στη μέση η Ευρώπη

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν «κατευθύνει» τους περισσότερους εμπορικούς τους εταίρους, μεταξύ των οποίων και την Ευρώπη, στην υιοθέτηση μιας ενιαίας στάσης απέναντι στην Κίνα.  

Την ίδια στιγμή, αυξανόμενη είναι η κόντρα μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κίνας, με αφορμή τις κρατικές ενισχύσεις του Πεκίνου στις εξαγωγές και τον προστατευτισμό. 

Όλα αυτά θέτουν σε κίνδυνο τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο πλευρών, οι οποίες για το 2023, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας, Destatis, ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 739 δισ. ευρώ.

Τουτέστιν, η Κίνα αποτελεί έναν εκ των σημαντικότερων πλέον εμπορικών εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς αντιπροσωπεύει το 15% του συνόλου του εμπορίου αγαθών της ΕΕ. 

Το αντίστοιχο μερίδιο εμπορίου των Ηνωμένων Πολιτειών με την ΕΕ ανήλθε σε περίπου 17%. Σε σύγκριση με το 2000, το ποσοστό του εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ το μερίδιο της Κίνας στο εμπόριο της ΕΕ έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από 5% σε 15%! 

Αναλύοντας τις ροές εισαγωγών και εξαγωγών χωριστά, το 2023, η Κίνα ήταν ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ για τις εισαγωγές (20,5%), ακολουθούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες (13,7%) το Ηνωμένο Βασίλειο (7,2 %), την Ελβετία (5,5 %) και τη Νορβηγία (4,7%).

Περνώντας στις εξαγωγές, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο πιο κοινός προορισμός για αγαθά που εξάγονται από την ΕΕ (19,7%) με τη Βρετανία να κατατάσσεται στη δεύτερη θέση (13,1%) και την Κίνα να κατατάσσεται τρίτη (9%). Ακολουθούν η Ελβετία (7,4 %) και η Τουρκία (4,4%). 

Στο παρακάτω διάγραμμα φαίνεται η θέση της Κίνας μεταξύ των μεγαλύτερων εμπορικών εταίρων της ΕΕ το 2023. 

Γίνεται κατανοητό, ότι η διατάραξη της εμπορικής σχέσης μεταξύ ΕΕ και Κίνας δεν είναι μια εύκολη ούτε μια ανώδυνη υπόθεση. Ήδη, το σύνολο της Ευρωζώνης υφίσταται τις συνέπειες, καθώς η Κίνα χάνει τη δυναμική της ανάπτυξης που τροφοδοτούσε και την ευρωπαϊκή παραγωγή, ενώ την ίδια στιγμή τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη έρχεται σε ολοένα και συχνότερη «κόντρα» με το Πεκίνο.

Η κόντρα ΕΕ και Κίνας εντάθηκε μετά την απόφαση της Ουάσινγκτον να αυξήσει τους δασμούς σε κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα από 25% σε 100%. 

Στη συνέχεια, πήραν τη σκυτάλη οι Βρυξέλλες, κατηγορώντας το Πεκίνο για μεγάλες κρατικές επιδοτήσεις στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα φωτοβολταϊκά και άλλα προϊόντα, καθιστώντας μη ανταγωνιστικά τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά προϊόντα. 

Βλέπετε, οι υψηλές κρατικές επιδοτήσεις, το συγκριτικά χαμηλό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το χαμηλό ενεργειακό κόστος και τα συγκριτικά χαμηλά περιβαλλοντικά πρότυπα έχουν εξασφαλίσει ότι οι κινεζικές εταιρείες εξακολουθούν να έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα κόστους έναντι των ξένων προμηθευτών σε πολλές παγκόσμιες αγορές.

Επιπλέον, σε αυτές τις κυρίως κρατικές επιχειρήσεις, οι στόχοι κερδοφορίας διαδραματίζουν σαφώς μικρό ρόλο σε σύγκριση με τον στόχο της μεγιστοποίησης της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, ο οποίος επιτυγχάνεται μέσω του ντάμπινγκ τιμών.

Προκειμένου να λάβει αντίμετρα, λοιπόν, υπέρ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έδωσε «πράσινο φως» για την επιβολή νέων δασμών από 17,4% έως 38,1% σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα κινεζικής παραγωγής, επιπλέον των δασμών 10% που ισχύουν ήδη. Αυτό ανεβάζει το σύνολο των δασμών στις συγκεκριμένες κινεζικές εταιρείες έως το ποσοστό του 48%.

Το ανώτατο όργανο οικονομικού σχεδιασμού της Κίνας, η Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων, επέκρινε την ΕΕ και την κατηγόρησε για πολιτικοποίηση του εμπορίου, τη στιγμή μάλιστα που ευρωπαϊκές μάρκες αυτοκινήτων, όπως η Volkswagen και η Mercedes Benz, καταγράφουν πάνω από το 30% των πωλήσεών τους στην Κίνα.

Η στρατηγική της τοπικής παραγωγής στην Κίνα

Η αλήθεια είναι ότι παρά τις εκκλήσεις των τελευταίων ετών από τους γερμανικούς φορείς χάραξης πολιτικής και την ΕΕ για μείωση της εξάρτησης από την Κίνα, οι γερμανικές εταιρείες όχι μόνο εξάγουν, αλλά συνεχίζουν να σημειώνουν ρεκόρ επενδύσεων στην Κίνα.

Μάλιστα, οι γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα έχουν φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα τα τελευταία χρόνια, κυρίως στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και των χημικών.

Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι γερμανικές άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα άγγιξαν τα 7,3 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το σύνολο των 6,5 δισ. ευρώ για ολόκληρο το 2023.

Ανοίγοντας το πλάνο, οι επενδύσεις της ΕΕ στην Κίνα καθοδηγούνται όλο και περισσότερο από τη Γερμανία και τις αυτοκινητοβιομηχανίες της, με τις γερμανικές ΑΞΕ να αντιπροσωπεύουν το 57% των συνολικών επενδύσεων της Ένωσης στον ασιατικό γίγαντα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, το 62% το 2023 και το 71% το 2022.

Για παράδειγμα, η Volkswagen, εκτός από την επένδυση των 2,5 δισ. ευρώ στη Χεφέι, αύξησε το μερίδιο της κοινοπραξίας στην JAC Motor από 50% σε 75%, προκειμένου να αυξήσει την παραγωγή οχημάτων στην Κίνα. Το ίδιο και η BMW, η οποία επένδυσε στη Σενγιάνγκ όχι μόνο για να επεκτείνει την παραγωγή της, αλλά και τις δυνατότητες έρευνας και ανάπτυξης, ευθυγραμμιζόμενη με την τοπική ζήτηση και αποφεύγοντας το υψηλό ενεργειακό κόστος στη Γερμανία.

Αλλά και η επένδυση των 10 δισ. ευρώ της χημικής βιομηχανίας BASF σε εργοστάσιο στην Γκουανγκντόνγκ είναι ένα άλλο παράδειγμα τοπικής εγκατάστασης μεγάλης κλίμακας, προκειμένου η γερμανική βιομηχανία να ελαχιστοποιήσει το ρυθμιστικό και ενεργειακό κόστος που αντιμετωπίζει στη Γερμανία και να ικανοποιήσει τη ζήτηση της Κίνας για προηγμένα χημικά προϊόντα.

Η απόφαση των γερμανικών εταιρειών να περιορίσουν τις επενδύσεις στο εσωτερικό και να επεκταθούν στην Κίνα, αντανακλά τον βαθύ αντίκτυπο των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας στην Ευρώπη και των κανονιστικών αβεβαιοτήτων. Οι γερμανικές εταιρείες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αναδιαρθρώσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους, προκειμένου να μετριάσουν τους κινδύνους. 

Μέσω της στρατηγικής τοπικής παραγωγής στην Κίνα, λοιπόν, στοχεύουν να διαχειριστούν τα παραπάνω κόστη και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της κινεζικής αγοράς, χωρίς την πολυπλοκότητα και το κόστος των εξαγωγών από τη Γερμανία.

Άλλωστε, μετά την πανδημία της Covid-19 και των προβλημάτων που έχουν παρουσιαστεί από τις γεωπολιτικές εντάσεις στην Ερυθρά Θάλασσα ή την πτώση των υδάτων στη Διώρυγα του Σουέζ, οι εξαγωγικές εταιρείες προσπαθούν να αποφύγουν τα προβλήματα των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, αναπτύσσοντας τις δραστηριότητές τους σε βασικές τοπικές αγορές.

Στην ουσία, επενδύοντας στην τοπική παραγωγή, οι γερμανικές εταιρείες και όχι μόνο μειώνουν το κόστος παραγωγής, αλλά απομακρύνονται από τις παγκόσμιες αβεβαιότητες και έχουν καλύτερες πιθανότητες να διατηρήσουν ως έναν βαθμό τουλάχιστον, την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των Κινέζων ομόλογων τους.

Σύμφωνα με τη Destatis, η στροφή προς την τοπική παραγωγή οδήγησε σε μείωση 5,7% του διμερούς εμπορίου μεταξύ Γερμανίας και Κίνας τους πρώτους επτά μήνες του 2024.

Οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα μειώθηκαν κατά 11,7% σε ετήσια βάση, καθώς οι εταιρείες εξυπηρετούν όλο και περισσότερο τους Κινέζους καταναλωτές απευθείας μέσω της τοπικής παραγωγής.

Τουτέστιν, το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι ολοένα και λιγότερα προϊόντα γερμανικής κατασκευής αποστέλλονται στο εξωτερικό, καθώς η τοπική παραγωγή στην Κίνα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. 

Αυτά τα προϊόντα δεν θα εμφανιστούν ποτέ στους εμπορικούς ισολογισμούς, επειδή ακριβώς παράγονται και καταναλώνονται στην Κίνα. 

Μπορεί, λοιπόν, η γερμανική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποδεικνύουν τη διαφοροποίηση από την Κίνα, όμως δεν υπάρχουν εναλλακτικές αγορές αυτή τη στιγμή που να διαθέτουν τις υποδομές, το μέγεθος της αγοράς και την αποδοτικότητα του κόστους που διαθέτει ο ασιατικός γίγαντας.

Ακόμα και χώρες όπως το Βιετνάμ και η Ταϊλάνδη, δεν μπορούν ν’ ανταγωνιστούν τα βιομηχανικά δίκτυα και το μέγεθος της κινεζικής αγοράς.


Μαίρη Βενέτη

[email protected]

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.